Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2016

Αποστροφή




Φθονώ την τύχη σας, προνομιούχα
πλάσματα, κούκλες ιαπωνικές.
Κομψά, ρόδινα μέλη, πλαστικές
γραμμές, μεταξωτά, διαφανή ρούχα.

Ζωή σας όλη τα ωραία σας μάτια.
Στα χείλη, μόνο οι λέξεις των παθών.
Ένα έχετ’ όνειρο: τον αγαθόν
άντρα σας και τα νόμιμα κρεβάτια.

Χορός ημιπαρθένων, δύο δύο,
μ’ αλύγιστο το σώμα, θριαμβικά,
επίσημα και τελετουργικά,
πηγαίνετε στο ντάνσιγκ ή στο ωδείο.

Εκεί απειράριθμες παίρνετε πόζες.
Σαν τη σελήνη πριν ρομαντικές,
αύριο παναγίες, όσο προχτές,
ακούοντας τη «Valenzia», σκαμπρόζες.

Ένα διάστημα παίζετε το τέρας
με τα τέσσερα πόδια κολλητά.
Τρέχετε και διαβάζετε μετά
τον οδηγό σας «διά τας μητέρας».

Ω, να μπορούσε έτσι κανείς να θάλλει,
μέγα ρόδο κάποιας ώρας χρυσής,
ή να βυθομετρούσατε και σεις
με μία φουρκέτα τ’ άδειο σας κεφάλι!

Ατίθασα μέλη, διαφανή ρούχα,
γλοιώδη στόματα υποκριτικά,
ανυποψίαστα, μηδενικά
πλάσματα, και γι’ αυτό προνομιούχα…




Κώστας Καρυωτάκης



Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2016

Βασίλισσα τρομοκρατία





Εξαντλούμαι.
Το βάρος μου πολλαπλασιάζεται.
Οι πατούσες μου βουλιάζουν στην πέτρα.
Τρέμω την ανάγκη του ύπνου.
Τρέμω τον μικρό θάνατο.
Διατάζω τις σάλπιγγες να κολλήσουν πάνω στ' αυτιά μου.
Διατάζω τα σπαθιά να κολλήσουν τις μύτες τους κάτω απ' τα πλευρά μου.

Όρθιος.
Ξύπνιος.
Εφόσον αναπνέω.
Μέχρι την τελευταία ανάσα.
Υπόσχομαι όρκο απαραβίαστο να μπορώ να καταπίνω το κολλώδες σάλιο μου.

Είμαι εγώ ο περήφανος.
Ο νικημένος.
Θέλω να μάθω ποιος με νίκησε.
Να βγει στο φως να τον αναγνωρίσω.
Να δω το σχήμα του, το χρώμα του, την οσμή του.
Αν έχει σχήμα, χρώμα, οσμή.
Αν είναι φάντασμα, είμαι χαμένος. 

Το μαρτύριό μου συνεχίζεται. Η υγρή θερμότητα ευνοεί τον πολλαπλασιασμό. Και της φαντασίας. Όσο πάει, βλέπω και λιγότερο. Θέλω, όμως, να βλέπω. Η ύαινα της αμφιβολίας με ξεσκίζει. Κιότεψα. Αφέθηκα. Η ερημική πορεία μού έπεσε βαριά. Οι κίνδυνοι του ταξιδιού μεγάλοι. Το σκάφος τρίζει. Η σχίζα του μυαλού που έμεινε ανέπαφη προστάζει να υποστώ όλη τη δοκιμασία ξύπνιος. Έτσι έχω ελπίδα να επιζήσω. Έτσι έχω ελπίδα να ξεγαντζωθώ. Έτσι έχω ελπίδα να ξαναξεκινήσω. Έτσι έχω ελπίδα να 'ρθω...

Κυλάω δύσκολα τον χρόνο μου.
Στο δέρμα της κοιλιάς μου φυτρώνουν αγκάθια.
Οι ήχοι στουμπώνουν τ' αυτιά μου και δεν αναγνωρίζονται.
Χιλιάδες χρόνια, με ημερομηνίες ανεξέλεγκτες, 
απασχολούν το μυαλό μου.
Χοντρές μπάρες μπετόν χωρίζουν σε παράλληλες λουρίδες το οπτικό μου πεδίο.
Αναπνέω γλοιώδη αέρα.
Ψάχνω με το δέρμα μου ν' ακουμπήσω σε λίγη ζεστή σκιά...

Οι ανάγκες μου τέλειωσαν.
Δεν μ' ενδιαφέρει το μοίρασμα του χρόνου.
Ζω όλες τις ώρες
Τώρα δεν υπάρχουν ώρες.
Υπάρχει μέρα και νύχτα.
Χωρίς διαφορά.
Αν εξαιρέσεις το άναμμα των προβολέων που γίνεται αυτόματα σαν σκοτεινιάζει.

Η τρομοκρατία έγινε βασίλισσα.
Επιβάλλεται και διατάζει σαν στρίγγλα.
Εμένα με διέταξε να φοράω σελοφάν.
Τσαλακωμένο.
Διαφανές.
Φωταγωγημένο.
Φαίνονται όλα μου τα σπλάχνα σαν σε ομίχλη.
Και οι κινήσει τους.
Όπως οι ακάλυπτες μηχανές των μοντέρνων ρολογιών. 
Τα σπλάχνα μου δεν κάνουν θορύβους.
Ούτε ματώνουν.
Αν θέλεις, μπορείς να καρφιτσώσεις πάνω τους μία μαργαρίτα.




Σπύρος Σίγμα


(απόσπασμα από το βιβλίο του "Ο Λυπημένος Ερωδιός", Σμίλη, 2016, δ' έκδοση)






Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016

Παράπονο





Πολλά δέν εἶχα μά ἕνα μόνο γύρεψα·
πολύ τό γύρεψα λίγο γιά νά τό λάβω.
Τό γύρεψα τόσο πολύ πού ἔπρεπε νά μοῦ δοθεῖ
ἄλλα μοῦ δόθηκαν πού δέν τά γύρεψα
τόσο πού τ’ ὀνειρεύτηκα πολύ
πού ἤτανε λίγο σάν νά τό’ χα λάβει.
Πολλά δέν γύρεψα ἕνα μονάχα μές στόν κόσμο αὐτό
καί μόνο αὐτό, ἄχ, πού γύρεψα δέν εἶχα.




Λέννα Παππά






(Από τη συλλογή "Σκοτεινός θάλαμος", Άπαντα Α’ τομ., 1979, Εκδόσεις των Φίλων)