Τρίτη 5 Ιουλίου 2016

Του έρωτα το μέγα κακό






Και να τον σκέφτομαι κάθε δέκα δευτερόλεπτα, θα θελα να ήσουν εδώ.

Τι θα έλεγες. Ποιους θα πείραζες. Πως θα τους ξεσήκωνες.
Θα γελούσα. Επιτέλους, θα γελούσα. Μπορεί και να έκλαιγα μετά. Τι σημασία έχει;

Γεννημένος για το καλύτερο. Άρα και για το χειρότερο.

Μόνο αυτός. Κοινωνικός και αποσυνάγωγος. Την ίδια ώρα. Διαμάντι και ζιργκόν. Την ίδια μέρα. Το λάγνο ψέμα του και η πιο σκληρή αλήθεια του. Το ίδιο βράδυ.

Τον αγαπώ.

Δωμάτιο ξενοδοχείου. Έξω μια σκέτη ζωή. Χωρίς αυτόν, κανένα νόημα. Κόσμος χαοτικός, ασυνάρτητος. Σκότη και άβυσσος.

Κοντά δυο χρόνια. Μόνο αυτός. Λεπτός, κορδόνια λυμένα. Ώμοι σκυφτοί, που και που το θυμόταν, έστρωνε την πλάτη του.

Μπαίνει με ένα ύφος απίστευτης πραότητας στο σπίτι μου. Φωταγωγεί. Τον ερωτεύομαι. Τον στέφω. Τον εξοργίζω. Με εξοργίζει. Τον θέλω. Δεν τον θέλω. Δεν τον μπορώ.

Ακραία, απόλυτη βία ο έρωτας. Έρωτας είναι φίλη, τι νόμιζες;

Προσπάθεια για πρόβα ζωής. Μακριά του. Φιλότιμη προσπάθεια. Επί ματαίω προσπάθεια. Χωρίς αυτόν, πρόβα βυθού, θα προσπαθήσω κι άλλο.

Σφίγγω τα δόντια, του στέλνω νοερά μηνύματα, «αν θες να ξέρεις φίλε, είναι καλύτερα χωρίς εσένα. Δεν αγαπάς, είσαι ήρεμη».

Τον αγαπώ. Διακοπές και πάω. Φυσιολογική ζωή και τη φλερτάρω. Σαν βουτιά σε φεγγίτη ουρανοξύστη. Μετά άλλος. Τρυφώ. «Ούτε με σένα ούτε χωρίς εσένα», λέει αυτή. Και λιποθυμάει.

Πρωί και θάβω τη χθεσινή μου θεωρία. Δεν με ενδιαφέρει η τρέχουσα ζωή. Θέλω το χάος του. Αλλά ούτε με αυτόν ούτε χωρίς αυτόν.

Μόνο αυτός. Που ούτε με αυτόν ούτε χωρίς αυτόν. Δεν γίνεται. Ανάθεμα την ώρα που τον γνώρισα. Για να μου θρυμματίσει τη ζωή. Κοίτα τώρα τι μου κάνει. Τους βγάζει όλους από το τσεπάκι του, σε λαϊκή έκδοση τσέπης. Και τους συντρίβει. Πότε θα τον ξεχάσω? Όταν ακμάσουν τα βρύα και γίνουν σαν τους κέδρους του Λιβάνου. Ποτέ.

Πόσες φορές προσπάθησα; Να φύγω μακριά του. Να μην μπλέξω. Δυσκολεμένη κατάσταση, έκρυθμη κατάσταση. Δεν είδε τίποτα. Τίποτα από τις νύχτες μου μακριά του. Και τι είναι να δαγκώνεις τα χείλη σου. Μέχρι να τρέξουν αίμα.

Και για να τον έχεις μαζί σου, μια κασέτα του. Που έγραφε πάνω: «στο δικό σου το μήκος». Δεν ξέρει τίποτα. Πόσος πόνος. Πόσες άγρυπνες νύχτες. Πόση αποδοκιμασία ο περίγυρος. Όλα τα κοινωνικά ισοδύναμα της τρομοκρατίας κατά πάνω μου. Γιατί πήγα και τον ερωτεύτηκα. Αυτήν τη φορά δεν ήταν φόβος.

Δεν ήταν απομίμηση αισθήματος. Δεν ήταν αφορμή να διαδηλώσω ευτυχίες ανύπαρκτες. Ήταν μόνο πόνος και άσκηση. Γιατί ήταν μόνο έρωτας. Ήταν μόνο έγνοια. Γιατί ήταν μόνο έρωτας. Που είναι απόψε. Γιατί αργεί να τηλεφωνήσει. Αν σκοτώθηκε στην εθνική. Αν κοιμήθηκε πάλι με αναμμένα φώτα.

Διακοπές… Από τι; Από αυτόν μάλλον. Που δεν καταλαβαίνει, λέει. Γιατί εξαφανίστηκα. Με κούρασε. Με τρέλανε με την ασάφεια του. Όπως εκείνη τη μέρα που τον παρακάλεσα. Μια ανάσα, του είπα. Ας πάρουμε μια ανάσα. Και εννοούσα : όπου θες κι απόψε εσύ, έναν άλλο απόψε εγώ. Για να μη σου κρατήσω θυμό. Και είχα λόγο να του τα έχω μαζεμένα. Ένας ίσος μου άντρας -ότι σκατά και να είμαι, ένας ίσος. Έτσι τον υπολόγιζα.

Γι' αυτό το είπα. Περίμενα από τον ίσο μου να καταλάβει. Δεν κατάλαβε. Πόσο πνιγόμουν εκείνο το βράδυ. Από ασάφεια.

Θα κάτσω ήσυχος είπε. Άνθρωπέ μου. Δεν κατάλαβε ποτέ του τίποτα. Έτοιμος να τα χάψει όλα. Την ψυχραιμία μου ιδίως. Που ήταν η ξακουστή ευφυΐα του εκείνη τη νύχτα;

Δεν κατάλαβε. Πως αυτόν έψαχνα. Να με ασφαλίσει από εκείνο που όταν με πιάνει με στέλνει κατευθείαν στο δρόμο. Δεν το κατάλαβε. Αυτό έψαχνα, κι αυτός έψαχνε ελέφαντες στο ίντερνετ, και χωρίς αυτόν βαριόμουν. Και χωρίς αυτόν, έξω με περίμενε ο δρόμος.

Ακυρωμένη από ασάφεια και τον έψαχνα. Τι ήμουν γι αυτόν. Γιατί μου άργησε τα χατίρια μου και τώρα έρχεται και μου λέει. Αφού του τα ζήτησα στην ώρα τους. Για να αποκλείσω το δρόμο. Όπως υποψιάστηκε. Και άξεστα το είπε. Δεν του τα ζήτησα;

Τι δεν πήγε; Ότι και σε όλη την ανθρωπότητα. Οι κώδικες. Άλλους αυτός, άλλους εγώ. Να δω, θα το κάνω τώρα; Το «ούτε με σένα ούτε χωρίς εσένα» μου.

Άκου φίλη, δύσκολα χωρίς αυτόν.

Αλλά ούτε με αυτόν.

Τον διεκδίκησα όσο κανέναν. Μου τα άργησε τα χατίρια μου. Πολύ.

Άκου φίλη, εγώ χωρίς αυτόν πεθαίνω, πνίγομαι. Και δεν με νοιάζει τίποτα. Δεκάρα δεν δίνω. Μην εκτεθώ στα μάτια σου. Να εκτεθώ. Γι’ αυτό και τόσο ανοιχτά.

Παντού να το πω. Φώναξέ τες όλες. Να το μάθουν...

Και πως το μεγαλύτερο πράγμα στον κόσμο της γυναίκας είναι να διεκδικεί και να εκτίθεται.

Τα έκανα και τα δύο. Μου άργησε το χατίρι μου. Δεν θα τον ξαναδώ ποτέ.

Κάποιος άλλος. Που δεν θα τον αγαπώ. Που θα μπορώ να κάτσω μαζί του δέκα χρόνια.

Γιατί έτσι γίνεται όταν δεν αγαπάς. Μπορείς και μένεις. Αυτό είναι όλο.

Σημασία έχει να είσαι ήρεμη.

Ψέματα. Σημασία έχει να αγαπάς.

Δεν ξέρω. Μπερδεύτηκα.

Φθινόπωρο σε λίγο φίλη. Εξαγνιστική βροχή, σώμα που πάλι θα άπτεται. Με ό,τι το ανατριχιάζει.

Και ένα βράδυ θα κρυφτώ μόνη μου στο κρεβάτι, θα είμαι ήρεμη σαν πεθαμένη.

Τότε θα ανοίξω τα κλειστά του γράμματα. Αδύνατον ακόμα. Η παιδική του φωτογραφία στο κομοδίνο μου. Θα τη γυρίσω για λίγο ανάποδα. Να μη με δει να κλαίω.

Χριστούγεννα μετά. Οι ευχές του στον τηλεφωνητή μου. Είμαι σίγουρη. Θα ακούσω τη φωνή του. Θα θέλω να σηκώσω το τηλέφωνο και να του φωνάξω: Ηλίθιε. Τίποτα άλλο.

Μόνο: «Ηλίθιε.. Σε αγαπώ.» Και δεν θα το σηκώσω…

Ξάπλωσε στο κρεβάτι της, αγκάλιασε τους ώμους της. Κι αυτό είναι το αγκάλιασμα εκείνης που δεν έχει αυτόν, που δεν έχει κανέναν…



Μαλβίνα Κάραλη 







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου