Τετάρτη 30 Μαρτίου 2016

Το μάτι του πατέρα





Ο πατέρας μου είχε ένα γυάλινο μάτι.
Τις Κυριακές που καθότανε σπίτι έβγαζε από την τσέπη του
κι άλλα μάτια, τα γυάλιζε με την άκρη του μανικιού του
και φώναζε τη μητέρα μου να διαλέξει. Η μητέρα μου γελούσε.

Τα πρωινά ο πατέρας μου ήταν ευχαριστημένος. Έπαιζε το μάτι
στη φούχτα του πριν το φορέσει και έλεγε πως είναι ένα καλό μάτι.
Όμως εγώ δεν ήθελα να τον πιστέψω.

Έριχνα ένα σκούρο σάλι στους ώμους μου τάχα πως κρυώνω
κι ήταν για να παραμονέψω. Στο τέλος τον είδα μια μέρα να
κλαίει. Δεν είχε καμιά διαφορά από ένα αληθινό μάτι.

Αυτό το ποίημα
δεν είναι για να το διαβάσουν
όσοι δεν μ’ αγαπούνε
ακόμη
κι από κείνους
που δεν θα με ξέρουν
αν δεν πιστεύουνε πως υπήρξα
σαν
και κείνους.

Ύστερα από την ιστορία με τον πατέρα μου,
υποψιαζόμουνα και όσους είχαν αληθινά μάτια.



Ελένη Βακαλό


Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016

Ποίημα στο μαγνητόφωνο




Χορό της νύχι ἂς ὦ φῶτα ἠχηρὰ
θαυμάσιο βράδυ
ὁ ἔγχρωμος θόρυβος τῆς πόλεως
τὴ μοναξιά μου διαιροῦσε πότε κίτρινη
πορτοκαλένια κυανὴ καὶ τώρα κόκκινη
βάφοντας πράσινο τὸ περπάτημα.
Εἶχε λευκὰ σημάδια ἡ ἀγάπη.
Στόπ. Ἐπιστροφή.
Εἶχε λευκὰ σημάδια τοῦ κόσμου ἡ ταραχή.
Τὰ νέφη ἀόρατα.
Ὄχι.
Στὶς ἐρημιὲς τοῦ φεγγαριοῦ μέσ᾿ στὰ κλήματα
μαρμαίρει ὁ ἄγγελος ἐνῶ
γελιέται ὁ θάνατος καὶ ἡ νύχτα
διασκεδάζει μὲ διάττοντες.
Ὄχι, ὄχι.
Ὁ χρόνος πλησιάζει τὰ ὁράματα
νυχοπατώντας.
Ἀπληστία!
Ἔπρεπε νὰ βυθίσω περισσότερο
τὴ θλίψη μέσα στὴν ψυχή μου.
Ὄχι.
Στολίζει τὴν ἔκταση ὁ γρύλος.
Ἡ νύχτα κατεβαίνει τὴ σκάλα τοῦ σκοταδιοῦ
κάθεται στὸν ἔρωτα τῆς Μαίρης.
Ἔρημες ἀναπνέουν στοὺς κήπους οἱ προτομὲς
Στόπ. Ὅλα σβήνονται.
Θέλω νὰ βγῶ ἀπ᾿ τὶς λέξεις
βαρέθηκα.
Ν᾿ ἀκούω καλύτερα στὸ ἀπέναντι μπαλκόνι
τί λένε οἱ δυὸ μόνιμες γριὲς
ποὺ κάθονται μὲ τὶς ὦρες.



Νίκος Καρούζος



Κυριακή 20 Μαρτίου 2016

Απόκριση



Εσείς το λέτε κρίση , εγώ το λέω καμπινέ που κάθε λίγο βουλώνει. Όλοι χέζουν, κανείς δε σκουπίζει, κι όταν βουλώσει, όλους τους πιάνει απελπισία κι αναρωτιούνται ποιος θα βρεθεί να τον ξεβουλώσει. Και στο φινάλε κάποιος βρίσκεται. 
Ποιος; Όχι βέβαια οι διεφθαρμένες κυβερνήσεις, ούτε τα αδίστακτα κόμματα, ούτε οι ξοφλημένες ιδεολογίες.
Προπάντων όχι οι πολλοί, που το έριξαν στην καλοπέραση και τα παχιά λόγια. Όχι αυτοί που φαίνονται, που θορυβούν, που εισπράττουν. Αλλά οι λίγοι , οι σιωπηροί, οι αφανείς, αυτοί που χωρίς να τους βλέπει κανείς δίνουν ένα χέρι βοηθείας στον διπλανό τους, αυτοί που έχουν ηθικές αρχές ακόμα στη ζωή τους, αυτοί που εξακολουθούν ακόμα να πιστεύουν σε κάποια ιδανικά, αυτοί που χωρίς να καταστρώνουν αναμορφωτικά προγράμματα έχουν έναν λόγο αγάπης για τον συνάνθρωπο που υποφέρει. Αυτοί οι λίγοι είναι τα αραιά κεριά μες στο σκοτάδι, όταν το φως αργεί πολύ να φανεί.


Ντίνος Χριστιανόπουλος





Σάββατο 19 Μαρτίου 2016

Μαμά, ο μπαμπάς





Γέννησα τη μητέρα και τον πατέρα μου
Βλαμμένα δίδυμα
Να μην μπορούν να μιλήσουν
Να μην ξέρουν πώς να το ζητήσουν
Μαμά μαμά

Όλη την ώρα και τα δυο τους
Με κάνανε μητέρα
Με ένα παιδί
Που είναι δύο
Που είναι όλα
Ορφανά



Δήμητρα Αγγέλου





Εγώ είμαι εγώ
κι εγώ δεν θέλω το επώνυμο σου πατέρα (ή οποιουδήποτε άλλου)
ούτε τ’ όνομα της μητέρας σου θέλω
ούτε τη θρησκεία του παπά που σε βάφτισε
ούτε να είμαι ο εξισορροπητικός παράγοντας του σπιτικού σου,
ούτε να αφομοιώνω τους κραδασμούς του γάμου σου

και ούτε για συνοδευτική κληρονομιά
την ψυχοπαθολογία ολόκληρης της οικογένειας,
της γειτονιάς,
της χώρας και του πλανήτη που γεννήθηκα θέλω.

εγώ είμαι η Εύα
πλασμένη από τα δικά μου χέρια
τα ατελή
όπως ατελής είναι και ο θεός που πιστεύετε

και εσύ μάνα
όχι, δεν έχεις το σύνδρομο της άδειας αγκαλιάς από τότε που έφυγα
για άλλο λόγο κλαις
για τον μαλάκα που παντρεύτηκες



Εύα Μουδική




Ο καλός μου ο μπαμπάς Αβέρκιος
με έπαιρνε στα γόνατά του
με νταχτίριζε
γελάγαμε
μου έλεγε : κοίτα τι έχω
μέσα στο παντελόνι μου
του έλεγα: τι είναι αυτό ντάντυ;
μου έλεγε: είναι ένα γλειφιτζούρι
για κακά παιδιά
του έλεγα: κι εγώ που δεν είμαι
παιδί κακό δεν θα πρέπει να γλείψω;
μου έλεγε : όχι είσαι κακό παιδί
γι αυτό και θα γλείψεις
είναι με γεύση φράουλα που σ’ αρέσει
όσο έγλειφα έγλειφα ρουφούσα
η φράουλα δεν έβγαινε στο στόμα μου
η φράουλα πουθενά
ή μάλλον με είχε κοροϊδέψει ο ντάντυ
ο ντάντυ λαχάνιαζε όσο εγώ το γλεντούσα
κι ύστερα το γλειφιτζούρι
έκανε εμετό
με γεύση φράουλα.



Αιμιλία Δρυώνη





Τετάρτη 16 Μαρτίου 2016

Κακομοίρα




Το μόνο μου σφάλμα ήταν που δεν ήμουν αρκετά εύφλεκτος ώστε να μπορεί να ζεστάνει τα χέρια της και τα πόδια της όποτε της κάνει κέφι. Με διάλεξε νομίζοντας πως είμαι η φλεγόμενη βάτος κι αντί γι΄αυτό της έπεσε ένας κουβάς κρύο νερό στο σβέρκο. Την κακομοίρα, γαμώτο.



Χούλιο Κορτάσαρ





Παρασκευή 11 Μαρτίου 2016

Τα θέλω μου




Βγήκα απ' το δωμάτιο. Έχω διαβάσει όλα μου τα βιβλία και τα αφήνω να στέκονται πια σκονισμένα στο ράφι. Το κρεβάτι μου στρωμένο. Μόνο σε μιαν άκρη δεν ίσιωσα τις ζάρες. Μοιάζουν με τις συσπάσεις του προσώπου σου όταν κάναμε έρωτα. Μου θυμίζουν τα λόγια,

σε θέλω πολύ. Σε σκέφτομαι και θέλω να σε φιλήσω παντού. Να γευτώ κάθε σου εκατοστό. Να σε γλείψω. Θέλω να δω πως σε διαπερνά η ηδονή και να μυρίσω το άρωμά της. Θέλω να σε δω να μου ζητάς κι άλλο. Να σε δω να μου ζητάς έλεος. Θέλω να μετρήσουμε τις αντοχές μας. Θέλω να χύσω όλα μου τα υγρά για πάρτη σου και να μην αφήσω να πάει χαμένο κανένα δικό σου υγρό. Να δοκιμάσω τον ερωτευμένο ιδρώτα σου. Να μην θυμόμαστε την ώρα και να μην ξέρουμε που αρχίζει το σώμα σου και που το δικό μου. Θέλω να γίνουν τα χέρια σου δικά μου μέλη. Να γίνουμε ένα. Θέλω να φιλήσω κάθε σου σπόνδυλο. Να βρω που λυγίζεις, να σου δώσω δύναμη. Να βρω που πονάς, να σε γιατρέψω. Θέλω να με παρακαλάς να σου κάνω τα χατίρια και γω να σου τα διπλασιάζω. Θέλω να μην μπορείς να αναπνεύσεις. Θέλω να με ορίζεις. Να καθορίζεις την ζωή μου, το είδος μου. Να σε ψηλαφίσω με χέρια και χείλια ενώ έχω τα μάτια μου κλειστά. Να είσαι το βιβλίο της ζωής μου. Να σε ξεφυλλίζω, να σε μάθω απέξω και ανακατωτά, να σε αποστηθίσω. Θέλω να μην με αφήνεις να φύγω από πλάι σου. Θέλω να μην σε αφήνω να βγεις από μέσα μου. Να βουλώσεις όλες μου τις τρύπες. Θέλω να αναριγάς τη σάρκα μου πριν μ' αγγίξεις. Θέλω να μεταγγίσεις τη μυρωδιά σου, να μυρίζω εσύ. Θέλω να κάνεις το περίγραμμά μου στα σεντόνια σου, να ταιριάζω μόνο εγώ τις στιγμές που καις ή κοιμάσαι. Θέλω να κάνω το περίγραμμά σου στα ίδια σεντόνια και να ταιριάξουν τα σχήματά μας, σαν του παζλ. Θέλω να γίνεις το παιχνίδι μου, το φαί μου,  το νερό μου, ο ύπνος μου. Θέλω να γίνεις άνθρωπος ζωτικής σημασίας. Να αναπνέω στον ρυθμό σου. Να λέω ήλιος και να εννοώ εσένα, να λέω βροχή και να σαι εσύ, να λέω ζωή να σαι πάλι εσύ, να λέω αγάπη και έρωτας και να σαι εσύ, μόνο εσύ. Να μην ξέρω άλλη ζωή από την δική μας. Να λέω εγώ και να εννοώ εμείς, να λες εγώ και να εννοείς πάλι εμείς. Να μην υπάρχει μόνο του κανένα εγώ. Να είμαστε εμείς, ένα εγώ. Το εγώ μας που είναι προς το παρόν δύο.


Σε περιμένω πια στη θάλασσα. Έλα. Σας προσκυνώ.


Ερασιτέχνης Άνθρωπος



Τετάρτη 9 Μαρτίου 2016

Λέξεις




Όταν φεύγω από σένα
δεν ξέρω τι να κάνω μ' εμένα.
Κυλάω σαν κέρμα στο πεζοδρόμιο.
Πετάω σαν σακούλα στον αέρα.
Τρακάρω την πραγματικότητα.
"Έχεις τραπεί σε σιγή" ξεφωνίζει.
Μη μου ζητάς να μιλήσω.
Έχει σφηνώσει στο στήθος μου όλο το αλφάβητο.
Ζήτα μου να σε φιλήσω.
Ζήτα μου να σε φτύσω, να σε κατουρήσω.
Ζήτα μου να πέσω στα τέσσερα να γλείφω τα χνάρια σου.
Ζήτα μου να σε φροντίσω, να σε αγαπήσω.
Ζήτα μου να σε χτυπήσω.
Ζήτα μου την αναπνοή μου.
Στη χαρίζω.
Μη μου ζητάς να μιλήσω.
Αν μιλήσω,
ό,τι έχει ως τώρα ειπωθεί θα ξεπέσει.
Θα βγει από το στόμα μου μουσική,
ένα σμήνος αγάπης και χιόνι.
Ίσως κι αλλά που δεν ξέρω.
Σαν κύμα θα σε σηκώσουν
και μαζί θα συντριβείτε στην επόμενη παύση.
Οι λέξεις θα σ' αλλάξουν.
Θα γίνεις απαλός.
Ένας φάρος εγώ.
Να θαυμάζεις.
Να μικραίνεις.
Μη ζητάς να μιλήσω.
Είμαι φρικτά καλή στις λέξεις
όταν τελικά τις ορίσω.
Εγώ δεν ζήτησα τίποτα από 'σένα.
Μόνο εμένα





Τόνια Κοσμαδάκη








Σάββατο 5 Μαρτίου 2016

Ολόκληρο χωριό






(απόσπασμα από την ταινία "Spotlight" του Tom McCarthy)




Τρίτη 1 Μαρτίου 2016

Εξορισμένα μάτια




Εγώ που είχα πει θα σ’ αγαπώ για πάντα.
Μα όσο περνούν τα χρόνια το για πάντα
Όλο και τρέμει πιο πολύ σαν αναφιλητό
Κι η αγάπη είναι μια λέξη που αποφεύγουμε
Όπως τα μάτια αυτών που γύρισαν από εξορία
– και που θα ξαναπάν…



Ένα κυμάτισμα είμαστε ένα τρέμισμα
έρωτα το είπαν
ποίηση το είπαν…



Θα ‘ναι φριχτό να φύγουμε έτσι, δίχως
μια πίστη, έναν αγώνα, μια κραυγή
-άνθρωποι που πεθάναν δίχως μια αμυχή,
άνθρωποι που “διελύθησαν ησύχως….”



Κλαίμε λέξεις και δεν κλαίμε δάκρυα, λυτρωτικά δάκρυα:
«Α δάκρυα, πού είστε δάκρυά μου
διαπεράστε…αναβλύστε…σαρώστε…και κάντε μου ξανά το κλάμα κλάμα».



Πάλι πικρά μιλώ για την αγάπη, πάλι
ψάχνω τυφλά το ανθρώπινο το χάσμα
ζητώ απ’ τα σπλάχνα μας μια απάντηση άλλη
ψάχνω τη ρίζα της σκλαβιάς μας…
ο έρωτας πώς να μας σώσει;



…Για σκέψου, αν παρατούσε κάποτε την ποίηση
κι ερχόταν να ψυχαναλυθεί ένα ποίημα…
το μέσα του έξω να γυρίσει
να δεις τι μακελειό είναι η γραφή μας




Βύρων Λεοντάρης