Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2016

Η αλητεία του αίματος





Η μνήμη είναι, μια βαλίτσα
Η λήθη είναι δύο
Να πάρουμε το φως απ' την αρχή
να δούμε αν επιμένει στο κάρβουνο
Εγώ δεν πείθομαι, βλέπεις,
έχω τόσες φλόγες να συντηρήσω

Φλόγα πρώτη:
Μ' ακουμπάς
και το αίμα μου ανοίγει μεγάλα μπουμπούκια
Στο τέλος δε θα μείνει χώρος για μένα

Φλόγα δεύτερη:
Να παίζεις με το μηδέν
και να μένεις στον άσο

Φλόγα τρίτη:
Αυτή η ένδεια
του να μη στέκεσαι
των θηρίων ηνίοχος
αλλά και βορά διαδρομών
Θέλησα το σώμα
στην προέκταση του σε ήλιο,
τώρα ζητάω απ' την ποίηση
να μου σπάσει τα χέρια

Φλόγα τέταρτη:
Αυτή όπου ρίχνω τα σφαγμένα ποιήματα
Αυτή που με περιμένει

Φλόγα πέμπτη (η επονομαζόμενη και κοινή):
Τρελέ, θα πιάσουμε καμιά πυρκαγιά εδώ μέσα




Μονίμως ονειρεύομαι
μια ανηφόρα που θα βγάζει ολόισια στα σπλάχνα σου
να μπαίνω και ν’ αλλάζω τους αλγόριθμους
έτσι που η καρδιά
να ξεκουφαίνει ενδελεχώς την νόηση
Αγχειβατείν – Pallasck
που λέγαν κι παππούδες μου
(πατώντας με τα πόδια τους τον μούστο)
υπονοώντας σκοτεινά

Αίμα που’ χει το μέλλον μας
και πως να το χορέψεις




Εδώ
τhe evil eye is working overtime
λυπάμαι που το γράφω αλλά
το φως το καταντήσαμε
την τέλεια -για το τίποτε- κρυψώνα
-Τι άλλο θέλεις να σου πω-
εχθές το βράδυ στο μετρό
αγγίζονταν χιλιάδες σώματα
κι ούτε ένα τσαφ για τα προσχήματα
ούτε ένα τόσο δα ηλεκτρόνιο
κάτι
ν’ ανατριχιάσει τα χαμένα βλέμματα
μήπως και δούμε την Ιθάκη ολόγυμνη
κάτω από τα ταγιέρ
και τα πουκάμισα




Γιάννης Στίγκας



(ποιήματα από το βιβλίο του Ο δρόμος μέχρι το περίπτερο, Μικρή Αρκτος, 2012)


Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2016

Το απραγματοποίητο




ΣΕ ΠΕΛΑΓΗ ΕΥΤΥΧΙΑΣ


Τελευταία
όλο συχνότερα αποδράς
περνώντας τη γραμμή του ανεπίστρεπτου.
Χλωμή κουκκίδα γίνεσαι
όχι σε ορίζοντα
αλλά σε πέλαγος πλατύ
της ευτυχίας.
Βρεγμένη επιστρέφεις
απόμακρο κι αλλόκοτο
προσπαθώ να σε σκουπίσω
με άπειρο στεγνό και σίγουρο
που ελευθερώνω
μετατοπίζοντας ένα βουνό
όμως λιγότερη κάθε φορά σε βρίσκω
θολή η χαρά σου
έχει πια
το χρώμα του νερού
και η αφή σου
είναι το άυλο
που με χαιδεύει
όταν δεν νιώθω τίποτα.
Επίμονα σε ρωτώ:
Έχω ένα δικό μου ήλιο
κρυμμένο σε ασημάδευτη θάλασσα
τώρα που οι πάγοι λιώνουν
να τον ανάψω;
Διψά πολύ να φέξει ξηρασία.
Δεν απαντάς;
Τότε γιατί επιμένεις να επιστρέφεις;
Είδες ζωντανό στους νεκρούς να επανέρχεται;
Γιατί επιμένεις να επιστρέφεις;
Κάθε φορά
πιο ξένη πλησιάζεις
κάθε φορά
σαν άλλη διαρκώς απομακρύνεσαι.



ΔΟΤΗΣ ΟΡΓΑΝΩΝ


Δέρμα ανθεκτικό σε καύσωνες
με απορροφημένα τα εγκαύματα του
για περιπτώσεις βαριές
σε όσους έλιωσαν
μέσα σε βραδυφλεγείς ήλιους
προσωπικής μόνο χρήσης.
Πνεύμονες που νόμιζαν
ότι ήταν βράγχια
αφού συνήθως
ρουφούσαν θάλασσα.
Ήπαρ έμπειρο
σε καταχρηστικές οινοποσίες
στίχων με υψηλή περιεκτικότητα άλκοόλης.
Καρδιά σε άριστη κατάσταση
επαρκούς χωρητικότητας
και με διαφορά ώρας
στα ημισφαίρια της
να μην συναντούν
οι νυν
τούς πρώην.



ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΧΑΛΑΖΙ


Εκείνο το απόγευμα
έριξε θυμάμαι
πολύ χαλάζι
σε πήρα τηλέφωνο
για να σου πω
ότι δεν έχω ξαναδεί τέτοιο πράγμα.
Η μπουγάδα είναι μέσα;
με ρώτησες
Ναι, είναι μέσα,
όμως εμείς
για μια στιγμή
μου φάνηκε ^
ότι ήμασταν έξω στην αυλή
αγκαλιασμένοι
και χορεύαμε.



ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΑΝΑΓΚΑΙΟ


Όταν έρχονται οι λέξεις, είπε
πρέπει να τις τακτοποιείς αμέσως
όπως μπορείς κι όπως ξέρεις,
αν δεν το κάνεις
οι λέξεις
θα μείνουν παγωμένες
σαν το μέτωπο
της γιαγιάς
μες στον ηλιόλουστο Απρίλη.
Η πνοή που φέρνει τέτοια πράγματα
είναι πάντα βιαστική.
Εξαντλεί το απόθεμα της
σε μεταφορές
όχι σε διατηρήσεις
δεν είναι για να περιμένεις
είναι μόνο για να προλαβαίνεις.



Γιώργος Χριστοδουλίδης


(ποιήματα από το βιβλίο του "Το απραγματοποίητο", Γαβριηλίδης, 2010)



Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2016

Περίπτυξη






[πάντα έγραφα ερωτικά ποιήματα για τις ξανθές γυναίκες - για τις μελαχρινές είναι παρέκκλισις]




(...)

Θέλοντας να σε κατακτήσω
Εισήλθα πια για τα καλά στην ενδοχώρα σου
Ώσπου κατακλινόμενος
Αφαίρεσα τη χρυσή μου προσωπίδα
Και μαζί
Όλο μου το παρελθόν

Καταλαμβάνοντας τη δικαιωμένη μου θέση
Σκύβω
Διπλώνω
Ικέτης
Τσιμπώ με το γένι μου την τρυφερή σου σάρκα
Ακροπατώντας στις ακρολοφίες σου
Ξετυλίγω τις ταινίες από το κορμί σου

Γυμνό το επιθυμώ
Γυμνό
Ολόγυμνο

Ξέρω καλά τι σημαίνει
Αυτή η ζέστη που με χτυπάει από την χαραμάδα σου
Εκεί που επισταμένα κρύβεται η ευχαρίστησή μου
Κι αποκρυπτογραφείται σε ρίγη
Ανατριχίλα και σπασμό
Αυτή η εξαίσια γεύση σου
Τα όξινα του κορμιού σου

Όμως πραγματικά ---
Τούτη είναι η πιο υγιής σκέψη
Που έκανα εδώ και καιρό

Μπορώ μάλιστα να το καταμαρτυρήσω
Ενώπιον άλλων πολλών
Πως το να σε λατρεύω έτσι αγάπη μου
Μου σώζει την ψυχή μου.




Γιάννης Αντιόχου



(απόσπασμα ποιήματος από το βιβλίο του "Εκπνοές", Ίκαρος, 2014)


Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2016

Δίψα




Ένας περίπατος

Κάτω στη θάλασσα περνάς
και χορεύει ο άμμος με τον άνεμο
αντρίκια
και σ' ερωτεύονται.
Η δόξα σου μεγάλη σαν πορτοκάλι
κι εγώ διψάω.



ζ'

Στη θάλασσα που μας διψάει
έλα
στη θάλασσα που μας υπάρχει
γείρε
η ωραία μου
κι η αγάπη μου
όπως μιλάς σε γεύομαι
κι όπως σιωπάς σ' ακούω



Ο δρόμος του φεγγαριού

Σπάζοντας στα δυο τη θάλασσα βγαίνει το φεγγάρι
και ταξιδεύει στο μικρό βοριά
που ξενυχτάει στα μαλιά σου.
Και όταν κατέβει χαμηλά στην τελευταία δροσιά σου
ώσπου να μεγαλώσουν τα νερά
και συ να με ζητήσεις



Αριθμητική Ονείρων

Θα βρω καινούργιους αριθμούς
ξανά να μετρήσω
τη θάλασσα και το κορμί σου.
Ο πρώτος θα 'ναι η φωτιά,
ο δεύτερος η νύχτα∙
από τον τρίτο και μετά
ποια λέξη θα μου αρνηθεί
ό,τι μου ζητήσεις
και όσα με ονειρευτείς;



Εικόνες καλοκαιριού

Μην ρίχνεις βράδυ στην καρδιά
τόσο φεγγάρι που θα βρω
να ταξιδέψω το κορμί σου;


Για φόρεσε την θάλασσα
να δω το κύμα πως σου πάει,
και δέσε τα μαλλιά σου με πουλιά
να φανεί ο ουρανός.
Έτσι να γυρνάς στον κόσμο
να σε λένε τα δέντρα ρίζα του νερού
κι εγώ σα βροχή στο σώμα σου να σε γιορτάζω.




Διονύσης Καρατζάς


(ποιήματα από τη συγκεντρωτική έκδοση "Ποιήματα 1972-1997", Διάττων, 1999 και οι "Εικόνες Καλοκαιριού" από την ποιητική συλλογή "Πότε μίλα, πότε φίλα", Μεταίχμιο, 2002)



Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2016

Στον κήπο του Αγαπημένου




Το σώμα σου είναι η ρόδα του μύλου
και η αγάπη είναι το νερό.
Έχεις δει ποτέ τη ρόδα του μύλου
να γυρίζει χωρίς νερό;

---

Όλη η ευτυχία του κόσμου

δεν θα μου γιάτρευε εύκολα αυτόν τον πόθο.
Η μόνη γιατρειά είναι ο Αγαπημένος,
Σκέφτηκα: «Πόσα λόγια θα του πω, όταν τον συναντήσω»
Τον είδα και δεν έβγαλα μιλιά.

Χτες βράδυ βρισκόταν μέσα στο πλήθος

και δεν μπορούσα να τον αγκαλιάσω φανερά.
Ακούμπησα λοιπόν το πρόσωπό μου στο δικό του
κι έκανα πως του ψιθυρίζω ένα μυστικό στ’ αυτί.

---

Αν κάποιος ρωτήσει
"Με τι μοιάζει η τέλεια ομορφιά;"
Δείξε του το πρόσωπό σου και πες:
Με αυτό...

Αν κάποιος ρωτήσει
"Με τι μοιάζουν τα φτερά των αγγέλων;"
-χαμογέλασέ του.
"Με τι μοιάζει η θεϊκή οσμή ευωδίας;"
Τράβηξέ τον κοντά σου,
-το πρόσωπό του στα μαλλιά σου-
Με αυτό...

Αν κάποιος ρωτήσει
"Με τι μοιάζει να πεθαίνεις από αγάπη;"
Κλείσε τα μάτια
και σκίσε το πουκάμισο στο στήθος σου
Με αυτό...

---

Μην κρύβεσαι - το πρόσωπό σου είναι ευλογία.
Όπου κι αν βάλεις το πόδι σου,
εκεί απομένει ευλογία.
Ακόμα κι η σκιά σου,
περνώντας από πάνω μου, σαν γρήγορο πουλί,
ευλογία είναι...

---

Στον ουρανό βλέπω τα μάτια σου.
Στα μάτια σου βλέπω τον ουρανό.

Γιατί γυρεύω άλλη Σελήνη, άλλον Ήλιο;
Ό,τι βλέπω θα μου φτάνει για πάντα.


---

Φεύγεις, χορεύοντας μ' έκσταση,
ψυχή της ψυχής μου-
Μη φεύγεις χωρίς εμένα.
Γελώντας με τους φίλους σου,
τρυπώνεις στον κήπο-
Μη φεύγεις χωρίς εμένα.

Μην αφήνεις τον ουρανό να γυρίζει
χωρίς εμένα.
Μην αφήνεις τη Σελήνη να λάμπει
χωρίς εμένα.
Μην αφήνεις την Γη να περιστρέφεται
χωρίς εμένα.
Μην αφήνεις τις μέρες να περνούν
χωρίς εμένα.

Με τη χάρη σου,
οι δυο κόσμοι είναι χαρούμενοι.
Μη μένεις σ' αυτόν τον κόσμο
χωρίς εμένα.
Μην φεύγεις για τον άλλο,
χωρίς εμένα.

Μην αφήνεις τα μάτια σου να βλέπουν
χωρίς εμένα.
Μην αφήνεις τη γλώσσα να μιλάει
χωρίς εμένα.
μην αφήνεις τα χέρια σου ν' αγγίζουν χωρίς εμένα.
Μην αφήνεις την ψυχή σου να πάλλεται
χωρίς εμένα.

Το φως της Σελήνης αποκαλύπτει
το λαμπερό πρόσωπο τ' ουρανού.
Εγώ είμαι το φως, εσύ η Σελήνη-
Μην ανατέλλεις χωρίς εμένα.

Το αγκάθι προστατεύεται από το ρόδο!
Εσύ είσαι το ρόδο, εγώ είμαι το αγκάθι-
Μη δείχνεις την ομορφιά σου χωρίς εμένα.

Είμαι η τροχιά που διαγράφει το σφυρί σου,
το κομμάτια της πέτρας
κάτω απ' τη σμίλη σου.

Μη χτυπάς την πέτρα χωρίς εμένα.
Μην κινείς τη σμίλη χωρίς εμένα.
Χαρούμενε σύντροφε του βασιλιά,
μην πίνεις χωρίς εμένα.

Αλίμονο σε κείνους που ταξιδεύουν μονάχοι...
Εσύ γνωρίζεις κάθε σημάδι,
έχεις περπατήσει κάθε μονοπάτι-
Μη φεύγεις χωρίς εμένα.

Κάποιοι σε λένε Αγάπη.
Εγώ σε λέω Βασιλιά της Αγάπης.
Είσαι πέρα από κάθε φαντασία,
με οδηγείς σε μέρη που δεν είχα καν ονειρευτεί.

Κυβερνήτη της Καρδιάς μου
όπου κι αν πας...
Μη φεύγεις χωρίς εμένα.



Τζελαλαντίν Ρουμι

(αποσπάσματα από το βιβλίο "Στον κήπο του αγαπημένου", Αρμός, 2003)






Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2016

Γκόμενα




Αν με πιάσεις γκόμενα
Μη μου αγοράσεις εσώρουχα.
Δεν τα φοράω, με σφίγγουν
Μη μου χαρίσεις βιβλία.
Βλέπω τις σκέψεις μου γραμμένες κι από άλλους, απελπίζομαι.
Μη με πας να δούμε το ηλιοβασίλεμα.
Θα σκέφτομαι πως το βλέπουν, δεν ξέρω πόσα εκατομμύρια κρετίνοι.
Γαμημένοι κρετίνοι.
Μη με πας έξω για φαγητό.
Πίνω, δεν τρώω, θα σε εκθέσω.
Μην μου χαρίσεις κοσμήματα.
Θα τα πουλήσω και θα τρέξω να αγοράσω μια μικρή κινέζικη ομπρέλα που μέρες τώρα είναι στην βιτρίνα και δεν μπορώ άλλο να την βλέπω να περιμένει.
Μη μου χαϊδέψεις τα μαλλιά, μου τα χάιδευε ο μπαμπάς μου.
Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι’ αυτό.
Αν με πιάσεις γκόμενα, βάλε μια καρέκλα κουτσή στη γραμμή της λεωφόρου.
Και άφησε με εκεί να κάθομαι σε ώρα αιχμής.
Μη σταθείς στο πεζοδρόμιο, φύγε, εγώ θα ξέρω πως είσαι εκεί.
Να απαιτήσεις αγάπη, γιατί μπορώ.
Να μην κρατήσεις τίποτα για σένα.
Να τα δώσεις όλα σε εμένα.
Γιατί εγώ ξέρω τι είναι για πέταμα και τι είναι χρυσός.
Εσύ δεν ξέρεις, είσαι άντρας.
Να κλαις. Να ξέρω ότι δεν είσαι πέτρινος όπως όλοι τους.
Θέλω λουλούδια.
Αγαπώ τα λουλούδια.
Κι εκείνα με αγαπούν.
Μερικές φορές φυτρώνουν στα μάγουλά μου.
Μ’ αρέσει να προχωράω στην άκρη της ταράτσας.
Να με πιστεύεις.
Κι αν πέσω, έπεσα.
Αν με πιάσεις γκόμενα μην σε πείσω πως είμαι δυνατή.
Εγώ αυτό θα κάνω.
Εσύ μην πειστείς.
Τέλος, ο σκοπός είναι να νοιώσουμε απόλυτα ευτυχείς.
Να μοιάσουμε θεοί.
Για κάτι λιγότερο, ας μην μπούμε καθόλου στον κόπο.



Τόνια Κοσμαδάκη





Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2016

Δούλος ιερός του έρωτα



(I)

Γυρνώντας από το ταξίδι
θα βρω έναν έρωτα.
Πηγαίνοντας στο ταξίδι
θα βρω έναν έρωτα.
Καλύτερα στο γυρισμό να βρω τον έρωτα,
να τον φέρω γρήγορα στο σπίτι.

Περπατώντας στην Πατησίων
θα σκοντάψω στον έρωτα,
Θα 'ναι μια τρύπια δεκάρα,
δε θα τη μαζεύει κανείς.
Θα πάρω μια αλυσιδίτσα,
θα την κρεμάσω στο λαιμό μου.

Όλο στο σπίτι μέσα
θα περιμένω τον έρωτα.
Σηκώνοντας το ακουστικό
θα ορμάει της λεωφόρου ο θόρυβος.
Πάνω και κάτω βηματίζοντας
του κουδουνιού θα προσμένω το χτύπημα.

Θα πλαγιάζω μαζί με τον έρωτα.
Το ξυπνητήρι θα βάζω του έρωτα.
Θα ψήνω καφέ, θα βάφω παπούτσια κατάμαυρα.
Υποχείριος θα 'μαι του έρωτα.
Ποτέ μονάχος πια,
δούλος ιερός του έρωτα.

Ομίχλης σύννεφο στο σπίτι ο έρωτας.
Με φώτα θα διέρχομαι τους διαδρόμους του.
Σαν μαξιλάρι πουπουλένιο ο έρωτας,
για πνίξιμο αθόρυβο κατάλληλος.
Αχ, μουλιασμένος με λαγνείας οράματα
περπατώ στης Αθήνας τα κράσπεδα.




(II)

Κλεισμένος είμαι
καρτεράω το μήνυμα.
Κι άλλα σινιάλα μάζεψα που έκανες∙
το χέρι που απάνω μου ξεχάστηκε,
θερμό ιδιαίτερα της χειραψίας σου το σφίξιμο,
και το φιλί αποχαιρετισμού δεν έμοιαζε.

Κάποιο σημείωμα,
κάποιο βαθύ ξεμακρισμένο τηλεφώνημα
από το δορυφόρο θα χυμήξει επάνω μου.
Του βλέμματός σου θα 'ναι η αντανάκλαση,
λάμψη μεταλλική στο αεροδρόμιο,
την ώρα που περνούσες απ' τον έλεγχο.

Γελούνε γύρω, για κορόιδο μ' έχουνε.
Ούτε για πασατέμπο τέτοια δεν τους φτάνουνε.
Μα εγώ τραβάω στις λεωφόρους σαν αόμματος,
ζέστα βαθιά ανακαλύπτω μέσα μου,
καθώς μ' όλα τα ράκη μου τυλίγομαι
και εισχωρώ μες στην καρδιά της χόβολης.

Το νιώθω τώρα πως θα 'ρθείς,
αν έχει, φτάνει μόνο που με κοίταξες,
εμένα τον ουτιδανό, τον άσχημο,
τον τιποτένιο, το φριχτό και τον απαίσιο.

Αχ, θέλω να τ' ακούσω από το στόμα σου,
μια γεύση κι εγώ να 'χω απ' το μαρτύριο.

Ευτυχισμένος πέφτω στο κρεβάτι μου,
δε νιώθω πια την επανάσταση της σάρκας μου.
Εσύ με νοιάζεις και θα έρθεις κάποτε.
Μπορώ να περιμένω χρόνους άπειρους,
να περπατώ και να μη βλέπω γύρω μου.
Έστω για να με φτύσεις, έλα κάποτε.




(III)

Μόνο το σπίτι μου υπάρχει,
όλα τ' άλλα χάθηκαν.
Είσαι μέσα εσύ, είσαι εντός,
με καρτεράς που έρχομαι.
Περνάς απ' τις πολύξερες τις κάμαρες,
τη σκόνη παίρνεις, τη φριχτή σκουριά,
το τόσο χνούδι που κρυφομαζεύτηκε.

Το μεσημέρι με τη λήξη της δουλειάς,
χυμάω σαν το σίφουνα ερχόμενος.
Τρία ποτάμια διασχίζω ολοφούσκωτα.
Ούτε ο Έβρος είναι, ούτε ο Αξιός,
ούτε ο Αλιάκμονας, δικός μας ποταμός:
Σταδίου, Πανεπιστημίου και Ακαδήμειας.

Συμπλέκομαι με άλλους βιαστικούς,
δεν ξέρω αν το κάνουνε επίτηδες.
Κοιτάω στην πλατεία τους αναρχικούς,
τις κλούβες πιο εκεί κι αντιπαρέρχομαι.
Καιρό δεν έχουμε γι' αυτά,
κοιτάω το μπαλκόνι φλογιζόμενος.

Αχ, βάζω το κλειδί όπως στον έρωτα.
Το σπίτι ευωδιάζει απ' την ανάσα σου,
τα μέλη σου ανθούνε στο ημίφωτο.
Έλα και τύλιξέ με, δε ζητώ φαΐ,
δεν θέλω ύπνο, μιας στιγμής ξεκούραση.
Ακούμπα με, με το κορμί σου ντύσε με.

Κλειστά τα παραθύρια,
πεσμένα όλα τα παραπετάσματα.
Δεν μας χρειάζονται τα ξένα βλέμματα,
ούτε οι φωνές, ούτε τα ξένα βήματα.
Χαμηλωμένο ας μένει το τηλέφωνο.
Στα μάτια κοίταξέ με, καταδέξου με.




(IV)

Δεν ξέρω πια δεν είμαι βέβαιος για τίποτα
για σένα μόνο ξέρω και τη μοναξιά
Είσαι μακριά κοστίζει το τηλέφωνο
πόσες φορές τη μέρα να μιλήσουμε
σαν τη φωνή κανένα γράμμα δε φορτίζεται

Αν είμαι μ’ άλλο σώμα δε σου δίνω απάντηση
χαμηλωμένο τόχω σ’ άλλη κάμαρη
φοβάμαι θα με νιώσεις από τη φωνή
δεν θέλω, δεν μπορώ να υποκρίνομαι
έμπλεξα άσχημα μαζί σου, λύσε με

Τα σώματα που γδύνω και φιλώ για χάρη σου
δεν έχουν το δικό σου το μυστήριο
ξέρω εκ των προτέρων τι θα βρω,
τι θα τους πω, τι θα μου πουν πιο ύστερα
στο χάος του κορμιού σου έχασα το μπούσουλα

Αν είμαι μ’ άλλο σώμα δε σου δίνω απάντηση
και δεν μπορώ να δω, ποτέ δε χαίρομαι
απείλησε με, βρίσε, κλείσε το τηλέφωνο
βάλε το ταίρι σου να μου το πει ξεκάθαρα
έχω ξεχάσει ξεγνοιασιά τι λέγεται.




Γιώργος Ιωάννου




(από την συλλογή "Δούλος ιερός του έρωτα", 1980)



Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2016

Νυστάζεις ή πονάς;




Η αγάπη είναι ανήμερο θεριό που τρώει τη ζωή μας. Μα μόλις φύγει καταλαβαίνουμε ότι αυτή ήταν η ζωή μας. Λοιπόν; Σ’ άφησε; Σε πρόδωσε; Καλύτερα έτσι. Θα ‘χεις κουράγιο να ξαναδοκιμάσεις. Αν έμενε, κι ανακάλυπτες τι ψεύτικο μικροπραγματάκι ήταν, θα πληγωνόσουν για πάντα.

Η αγάπη είναι μεγάλη όταν την περιμένουμε ή όταν τη χάνουμε. Όταν την έχουμε μας ξεφεύγει. Χάνουμε την αίσθησή της. Και την ξαναποκτούμε μόνο όταν τη χάσουμε. Κοίταξε να ζήσεις την αγάπη που έχασες. Να χαρείς την αγάπη που περιμένεις. Καν’ την τραγούδια, ξενύχτια. Καν’ την βιβλία, αταξίες. Μόνο μην τη μοιρολογάς. Είναι σαν να τη βρίζεις. Σαν να της κλείνεις το δρόμο να ξανάρθει. Κοίταξέ με προσεχτικά και θα καταλάβεις. Για την αγάπη μιας γυναίκας έγινα ποιητής. Δεν τη συγκίνησα. Έγινα κλόουν, καραγκιόζης, Ρωμαίος, Νίγκελ, Άμλετ…Κείνη προσπέρασε πλάι απ’ τις τραγικές μεταμορφώσεις μου αγέρωχη και πήγε να θαφτεί στο άγνωστο. Ήταν τρελλή; Ήταν άρρωστη; Χαλασμένη απ’ τα βιβλία; Δεν ξέρω. Ένα πράγμα ξέρω: πως μ’ έκανε δυστυχισμένο.

Κείνοι που είναι για να γίνουν μεγάλοι όχι μόνο δεν τους χρειάζεται η δυστυχία αλλά και τους μπαίνει εμπόδιο. Γιατί τώρα στα είπα όλα αυτά; Για να σε φέρω στα συγκαλά σου; Για να σε παρηγορήσω; Για να σε πλαντάξω; Δεν ξέρω. Η αγάπη είναι το φαρμάκι και το νέκταρ της ζωής μας. Αν θέλεις να πιεις θα τα πιεις και τα δύο μαζί. Ένα ένα δε στα δίνουν. Γιατί κλείνεις τα μάτια σου; Νυστάζεις ή πονάς;



Μ. Λουντέμης




(απόσπασμα από το βιβλίο του "Τότε που κυνηγούσα τους ανέμους", Πατάκη, 2015)







Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2016

Τί θέλετε να σας κάνω;




Έριξα πίσω το κεφάλι της Γκαλά τραβώντας την απ΄ τα μαλλιά και την διάταξα υστερικά:

- Πείτε μου τώρα τι θέλετε να σας κάνω. Πείτε το μου όμως αργά, κοιτάζοντάς με στα μάτια, με τις πιο βίαιες, τις πιο άγρια άσεμνες λέξεις, που θα μας κάνουν και τους δυο να ντραπούμε αφόρητα! Ετοιμαζόμουν να επωφεληθώ απ΄ όλες τις λεπτομέρειες αυτής της αποκάλυψης, να τρίψω τα μάτια μου για να δω καλύτερα, για να νιώσω καλύτερα πως πεθαίνω από πόθο. Τότε η Γκαλά, που το πρόσωπό της είχε πάρει την ομορφότερη έκφραση που μπόρεσε ποτέ να έχει ανθρώπινο πρόσωπο, μου έδωσε να καταλάβω πως δεν θα αφήναμε τίποτα που να μην κάνουμε. Τη στιγμή εκείνη, το ερωτικό μου πάθος έφτασε στα όρια της μανίας κι επανέλαβα για μια ακόμη φορά:

- Τι θέ-λε-τε να σας κά-νω;

Η έκφραση του προσώπου της άλλαξε κι έγινε σκληρή και τυραννική.

- Θέλω να με πεθάνετε!






Σαλβαντόρ Νταλί



(απόσπασμα από το βιβλίο "Η απόκρυφη ζωή μου", Εξάντας, 1986)




Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2016

Εξάτμιση




Η πιο επιτυχημένη εξάτμιση επιτυγχάνεται κάτω από το έδαφος
Όταν λιώνουν οι σάρκες
Νερό
Αίμα
Δάκρυα
Σπέρμα
Υγρά κόλπου, γαστρός
Γάλα
Φαρμάκι
Γίνεσαι κάτι σαν θάλασσα
Σ' αρμενίζει μια βάρκα
Σ' ανατέλλει ένα πρόσωπο δεόντως γαλανό
Eσύ παραδομένος
Νιώθεις τα υγρά σου 
ασάλευτα 
να σε περικλείουν
να παραδίνονται
να εξατμίζονται
στο νοτισμένο σύμπαν
χωρίς ούτε ένα λυγμό ανάμνησης.


Ερασιτέχνης Άνθρωπος