Πέμπτη 14 Μαΐου 2015

Κομμάτια μπανάνας




Και θέλω να παίξω κυνηγητό και να τρέξω μαζί σου μέχρι να μου κοπεί η ανάσα και να κυλιστούμε στα χόρτα και να με γλύφεις στα χείλια και να σε φιλάω κι εγώ παντού στο λαιμό στα αυτιά στη μύτη και να σου πετάω τη μπάλα και να φεύγεις σα σίφουνας για να μου την ξαναφέρεις πίσω και να μην κουράζεσαι να το κάνεις αυτό για είκοσι τριάντα φορές συνεχόμενες και να μας πιάνει το σούρουπο και να γυρίζουμε σπίτι και να σου κάνω μπάνιο και να βουρτσίζω το σώμα σου σε κάθε του εκατοστό και να μην προλαβαίνω να σε σκουπίσω και να τινάζεσαι μ’ ευχαρίστηση και να γυρνάς σε όλα τα δωμάτια για να στεγνώσεις και να κάνεις έπιπλα κουρτίνες τηλεόραση χάλια απ’ τα νερά και να καταστρέφεις με μανία το πατάκι της εισόδου και μετά το τηλεκοντρόλ που ξέχασα να το κρύψω και να καταβροχθίζεις ότι σου ετοιμάζω για φαγητό και να θέλεις κι άλλο και να γίνεσαι ένα με το πάτωμα απ’ την κούραση και να γίνομαι κι εγώ το ίδιο και να μας παίρνει και τους δυο για λίγο ο ύπνος και να ξυπνάμε και οι δυο ταυτόχρονα και να μου φέρνεις πάλι τα σύνεργα για να βγούμε για το βραδινό περίπατο και να συναντάμε κόσμο στο δρόμο και να σε χαιρετάνε και να πιάνουμε την κουβέντα και να χαλάς τις ορτανσίες του γείτονα και να βγαίνει μαινόμενος εκείνος πίσω απ’ το φράχτη που παραφυλάει για να μας τσακώσει και να τρέχουμε σαν τρελοί μέσα στο δρόμο και να μας κορνάρουν τα αυτοκίνητα και να βλέπουμε την πανσέληνο καθισμένοι δίπλα δίπλα στο πάρκο και να μας τρυπάει η υγρασία και να σε αγκαλιάζω για να ζεσταθώ και να επιστρέφουμε πίσω γιατί είναι περασμένα μεσάνυχτα και να πιάνεις τη συνηθισμένη θέση στο κρεβάτι και ν’ αναπνέεις ρυθμικά τόσο ρυθμικά που να με νανουρίζεις και κάποιες φορές να ροχαλίζεις και να μη μπορώ να κοιμηθώ και να διαβάζω Σάρα Κέιν και να σηκώνεσαι πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι και να αισθάνομαι την ανάσα σου στο πρόσωπό μου και μετά από λίγο τη γλώσσα σου στο μάγουλό μου και να με περιμένεις καρτερικά να επιστρέψω απ’ τη δουλειά και στο μεταξύ να δαγκώνεις ό,τι βρίσκεις μπροστά σου και να αφουγκράζεσαι τον παραμικρό θόρυβο και να τινάζεσαι ακόμα και με το πέταγμα μιας μύγας και να την τρως με μια κίνηση και να τη φτύνεις αμέσως μετά και να κουνάς την ουρά σου τόσο δυνατά όταν επιστρέφω στο σπίτι που να νομίζω ότι θα πετάξεις και να σου αγοράζω ό,τι μπορεί να διανοηθεί κανείς απ’ το σούπερ μάρκετ και ν’ αλλάζουμε λουριά και κολάρα κάθε μήνα και να βγαίνω απ’ τον προϋπολογισμό μου μ’ αυτές τις αγορές και να πρέπει να βράζω συνέχεια μακαρόνια πολλά μακαρόνια και κόκκαλα για να τρως και να βρωμάει η κουζίνα και οι κατσαρόλες να είναι για πέταμα και να πρέπει να παρακαλάω τον κρεοπώλη της γειτονιάς να μου δίνει αυτά που περισσεύουν και στην ταβέρνα να ντρέπομαι να ζητάω το αποφάγια μη νομίζουν ότι τα θέλω για μένα κι όταν έχω ραντεβού να σε κλείνω στην αποθήκη για να μη γαυγίζεις κι ωστόσο να μας ξεκουφαίνεις με τις φωνές σου και ν’ αναγκάζομαι να σε βγάλω και να κάθεσαι ανάμεσά μας και να με κοιτάς με μάτια περίλυπα όταν σκύβω να φιλήσω την κοπέλα μου και να μη μας αφήνεις να προχωρήσουμε άλλο και να αναγκάζομαι να πηγαίνω σε ξενοδοχείο και να μένω πάλι χωρίς λεφτά και να κάνω υπερωρίες στη δουλειά και πάλι να μη με πληρώνουν και να σε πηγαίνω κάθε μήνα στον κτηνίατρο και να κάνουμε εμβόλια και να σου δίνει χάπια και να μη τα τρως και να στα βάζω μέσα σε κομμάτια μπανάνας και στο τέλος πάλι να μην μπορείς να τα φας γιατί δεν έχεις όρεξη και να είσαι συνέχεια ξαπλωμένος στη γωνιά σου και να έχεις χάσει κάθε ενδιαφέρον για τη ζωή, για τη ζωή μας κι εμένα να μη με νοιάζει που χώρισα με την Άννα, τη Μαίρη, την Αγγελική γιατί δεν μπορούσαν άλλο να χαμουρευόμαστε στα παγκάκια και στα ξενοδοχεία τρίτης κατηγορίας και να μένω δίπλα σου πάντα δίπλα σου πάντα φίλος σου ο μοναδικός σου φίλος κι εσύ πάντα φίλος μου ο μοναδικός μου φίλος και να ξενυχτάω μερόνυχτα όταν σου βάζουμε ορό για να μην κουνηθείς και βγει η βελόνα και να προσπαθώ να σου δώσω υγρά με τη σύριγγα απ’ τη μια άκρη του σαγονιού σου και να βγαίνουν απ’ την άλλη και να κλαίω κρυφά με λυγμούς γιατί νοιώθω το τέλος και να σου κρατάω το ένα πόδι όταν ο γιατρός σου κάνει την ένεση και να σε σφίγγω μετά δυνατά πολύ δυνατά κι εσύ να μου χαρίζεις το τελευταίο γλείψιμο έστω και εξασθενημένο και η μνήμη μου να κάνει αναδρομές σ’ όλες μας τις στιγμές τις μέρες και νύχτες που περάσαμε μαζί και κρατήσου λίγο ακόμα Τζέρι γιατί τώρα που σε χάνω νιώθω πόσο ανάγκη σ’ έχω και πόσο αναντικατάστατος είσαι για μένα.


Λίνα Βαλετοπούλου


(διήγημα από το βιβλίο της "Ζωές σε αναδίπλωση", Γαβριηλίδης, 2014)






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου