Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015

Χρειάζομαι τραύματα




Εγώ χρειάζομαι τραύματα για να 'μαι
κείνος που είμαι, βέλη και ημερομηνίες
να καρφώνονται πάνω μου, πόνο δίχως αιτία
για να κλαίω τη μοίρα μου, ποθητή οδύνη,
αγαπημένο μαρτύριο, δίψα για αίμα, χαρά
θανάτου στα εχθρικά μου χέρια
που με θέλουν νεκρό για να μ' αγαπούνε
και μου ορμάνε από μέσα μου
και κάνουν τον τρόμο χαράκωμα και τη λύπη
στρατηγική της ήττας μου.

Εγώ χρειάζομαι τραύματα για να κοιτάζω
μ' αυτά -κόκκινα μάτια- τη μάχη
όπου πεθαίνω στα χέρια του εαυτού μου.



Juan Vicente Piqueras




Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2015

Ο πολύτιμος χρόνος των Ώριμων




Μέτρησα τα χρόνια μου και συνειδητοποίησα, ότι μου υπολείπεται λιγότερος χρόνος ζωής απ’ ό,τι έχω ζήσει έως τώρα… Αισθάνομαι όπως αυτό το παιδάκι που κέρδισε μια σακούλα καραμέλες: τις πρώτες τις καταβρόχθισε με λαιμαργία αλλά όταν παρατήρησε ότι του απέμεναν λίγες, άρχισε να τις γεύεται με βαθιά απόλαυση. 
   Δεν έχω πια χρόνο για ατέρμονες συγκεντρώσεις όπου συζητούνται, καταστατικά, νόρμες, διαδικασίες και εσωτερικοί κανονισμοί, γνωρίζοντας ότι δε θα καταλήξει κανείς πουθενά. Δεν έχω πια χρόνο για να ανέχομαι παράλογους ανθρώπους που παρά τη χρονολογική τους ηλικία, δεν έχουν μεγαλώσει. Δεν έχω πια χρόνο για να λογομαχώ με μετριότητες. 
 Δε θέλω να βρίσκομαι σε συγκεντρώσεις όπου παρελαύνουν παραφουσκωμένοι εγωισμοί. Δεν ανέχομαι τους χειριστικούς και τους καιροσκόπους. Με ενοχλεί η ζήλια και όσοι προσπαθούν να υποτιμήσουν τους ικανότερους για να οικειοποιηθούν τη θέση τους, το ταλέντο τους και τα επιτεύγματα τους. Μισώ να είμαι μάρτυρας των ελαττωμάτων που γεννά η μάχη για ένα μεγαλοπρεπές αξίωμα. Οι άνθρωποι δεν συζητούν πια για το περιεχόμενο… μετά βίας για την επικεφαλίδα.
   Ο χρόνος μου είναι λίγος για να συζητώ για τους τίτλους, τις επικεφαλίδες. Θέλω την ουσία, η ψυχή μου βιάζεται… Μου μένουν λίγες καραμέλες στη σακούλα…
 Θέλω να ζήσω δίπλα σε πρόσωπα με ανθρώπινη υπόσταση. Που μπορούν να γελούν με τα λάθη τους. Που δεν επαίρονται για το θρίαμβό τους. Που δε θεωρούν τον εαυτό τους εκλεκτό, πριν από την ώρα τους. Που δεν αποφεύγουν τις ευθύνες τους. Που υπερασπίζονται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Και που το μόνο που επιθυμούν είναι να βαδίζουν μαζί με την αλήθεια και την ειλικρίνεια. Το ουσιώδες είναι αυτό που αξίζει τον κόπο στη ζωή. Θέλω να περιτριγυρίζομαι από πρόσωπα που ξέρουν να αγγίζουν την καρδιά των ανθρώπων… Άνθρωποι τους οποίους τα σκληρά χτυπήματα της ζωής τους δίδαξαν πως μεγαλώνει κανείς με απαλά αγγίγματα στην ψυχή.
   Ναι, βιάζομαι, αλλά μόνο για να ζήσω με την ένταση που μόνο η ωριμότητα μπορεί να σου χαρίσει.
   Σκοπεύω να μην πάει χαμένη καμιά από τις καραμέλες που μου απομένουν…Είμαι σίγουρος ότι ορισμένες θα είναι πιο νόστιμες απʼόσες έχω ήδη φάει. Σκοπός μου είναι να φτάσω ως το τέλος ικανοποιημένος και σε ειρήνη με τη συνείδησή μου και τους αγαπημένους μου. Εύχομαι και ο δικός σου να είναι ο ίδιος γιατί με κάποιον τρόπο θα φτάσεις κι εσύ…



Mario de Andrade 




Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2015

Τα ποιήματα στο δρόμο





Μ’ αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ’ τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια ―όχι αυτά που κρέμονται στα δέντρα της γιορτής, στη θαλπωρή των δωματίων, αλλά εκείνα που τονίζουνε την ερημία των σφαχτών στις μωβ βιτρίνες των συνοικιακών κρεοπωλείων.
    Τα σακατεμένα και τα μοναχικά, μ’ αρέσουν: τα ποιήματα-κοπρίτες που περπατούν κουτσαίνοντας στις σκοτεινές άκρες των λεωφόρων: αυτά που τ’ αγνοούν οι κριτικοί κι οι εκπαιδευτικοί του Μωραΐτη· που τα χτυπούν συχνά οι μεθυσμένοι οδηγοί και τα αφήνουν αβοήθητα στο δρόμο. Και τα ποιήματα-παιδάκια, όμως αγαπώ· αυτά που ενώ δεν έχουν μάθει ακόμη την αλφάβητο, μπορούν εντούτοις, με δυο λέξεις τους, να σου κολλήσουν την ψυχή στον τοίχο.
    Μ’ αρέσουν, πάλι, τα απελπισμένα κι όμως χαμογελαστά: τα ποιήματα-συνένοχοι· εκείνα που σου κλείνουνε με νόημα το μάτι. Που δεν σου πιάνουν την κουβέντα, δεν σ’ απασχολούν μα συνεχίζουνε το δρόμο τους αδιάφορα: τα ποιήματα-«δεν πρόκειται να σου ζητήσω τίποτε»· αυτά που χαιρετούν μόνο και φεύγουν, όπως μ’ αρέσουνε και τ’ άλλα, τα χαρούμενα, που προτιμούνε τα παιχνίδια απ’ το μάθημα καθώς και τα ποιήματα-παππούδες, γιατί ενώ γνωρίζουνε καλά το μάταιο της ζωής εντούτοις θέλουν να το ζήσουν.
    Δεν αγαπώ καθόλου τα ποιήματα-γεροντοκόρες που συγυρίζουν, όλη μέρα, τα δωμάτια με τις λέξεις, ούτε και τα ποιήματα-ταγιέρ, τα καθωσπρέπει. Δεν αντέχω και τα ψωνάκια: τα ποιήματα με τα πολλά αποσιωπητικά ούτε και τ’ άλλα που θεωρούν τη φύση μάνα τους κι όλο τη νοσταλγούν χωμένα πίσω απ’ τα γραφεία.
    Σιχαίνομαι αυτά που ονομάζονται συμβολικά, τα ποιήματα με μήνυμα, τα λεξιλάγνα και τ’ αφασικά· τα ποιήματα-κυρίες με αλτσχάιμερ. Ούτε και τις συνθέσεις τις μεγάλες αγαπώ: τα ποιήματα-Μπεν Χουρ, αυτούς τους λεκτικούς χειμάρρους που ’ναι γραμμένοι κυρίως για τους κριτικούς κι ας παριστάνουν τους ινστρούχτορες που ενδιαφέρονται για το καλό του κόσμου.
    Από την άλλη δεν μπορώ και τα διστακτικά: τα ποιήματα-σαντάλια με καλτσάκι ούτε και τα ποιήματα-στρατιωτικό αμπέχωνο και δήθεν Τσε Γκεβάρα, μεσημέρι στη «Λυκόβρυση».
    Δεν μου αρέσουν τα σοφά που ’ναι γραμμένα από νέους ούτε και τα νεανικά που τα ’χουν γράψει γέροι. Μου γυρίζουν τ’ άντερα τα δήθεν οικολογικά, τα ερωτικά-«καϊμάκι με πολύ σιρόπι» καθώς κι εκείνα που εκλιπαρούν τη γνώμη του αναγνώστη.

    Ούτε και τα δικά μου αγαπώ. Μ’ αρέσουν μόνο εκείνα που μου αντιστάθηκαν: αυτά που δεν κατάφερα ποτέ να γράψω. Γι’ αυτό και τα ποιήματα που ζούνε έξω απ’ τα βιβλία αγαπώ: εκείνα που ποτέ δε νοιάστηκαν αν μου αρέσουν. Αυτά που περπατούν αδιάφορα, έξω στο δρόμο, με τα χέρια στις τσέπες και μ’ έχουνε, έτσι κι αλλιώς, χεσμένο.




Νίκος Χουλιαράς



(περιοδικό "
Η Λέξη", τεύχος 147, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1998)




Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2015

Δεν αποκλείεται





Δεν αποκλείεται να πεις
πως ξέχασες την ώρα, την ημέρα, την ύπαρξή μου.
Κι όμως εγώ παράτησα τις προσευχές
για να ’μαι έτοιμος. Έκοψα τις νηστείες,
έβαψα μαλλιά, τα ρούχα μου
τα ’χω κρυφά μυρώσει.
Για μια στιγμή μαζί, έπαιξα τον παράδεισο.
Είμαι υπότροπος, θαρρώ τον έχω χάσει.

Όμως δεν αποκλείεται εσύ να πεις
πως ήσουν σινεμά, ενώ πνιγόμουνα.



ΠΑΝΤΟΥ ΞΕΡΙΖΩΜΕΝΟΣ

Σα να ’χω χάσει την πατρίδα μου
- παντού ξεριζωμένος.
Σα να μην έχω πια μητέρα•
έτοιμος πάντοτε να κλάψω,
να διηγηθώ σκληρότητες ανύπαρχτες,
να αναπνεύσω περιβάλλον δυστυχίας.

Και μέσα μου να λιώνω από αγάπη,
να είμαι βέβαιος –αλίμονο– για την καταστροφή.


ΓΥΡΩ ΜΟΥ ΝΥΧΤΑ ΜΕΡΑ

Όσο να δέσει κάποιος μέσα μου,
έχει πεθάνει.

Αλλάζω τις φιλίες σαν πουκάμισα,
αλλάζω τις δουλειές, αλλάζω γνώμες.
Πάντα το μάτι μου αλλού•
μόλις ακούσω ναι έτοιμος να σαλπάρω.

Κι η μοναξιά μου πάντα μοναξιά.
Κι ο πανικός ρεύμα που με τινάζει.



ΣΦΡΑΓΙΔΑ ΜΟΝΑΞΙΑΣ

Έσφιξα τα μάτια να μη βλέπω πια
– να μη με βλέπουν, αυτοί που τριγυρνούνε
με μια σφραγίδα μοναξιάς στο μέτωπο.

Μα ζωγραφίστηκες εσύ στα βλέφαρά μου
με το χαμόγελο της τελευταίας συγκατάβασης.

Κακά τα ψέματα, δεν επαρκεί η μνήμη.



ΜΕ ΚΥΚΛΩΝΕΙ ΑΠΟΨΕ

Έξω αιώνια βρέχει, έξω ερημιά•
θαρρώ πως χάθηκα για πάντα.
Με ζώνει πάλι ο φόβος, με κυκλώνει.
Πύρινη γλώσσα απειλεί το σπίτι μου.
Το παίρνει, το αιωρεί πάνω απ’ την πόλη.

Ποιος ξέρει τι κατάντησα και δεν το νιώθω.

Ένας απόψε να με άγγιζε στον ώμο,
αμέσως θα κατέρρεα στα πόδια του.



Γιώργος Ιωάννου



Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2015

Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές





Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές
υπάρχει μια δίψα υπάρχει μια αγάπη
υπάρχει μια έκσταση,
όλα σκληρά σαν τα κοχύλια
μπορείς να τα κρατήσεις στην παλάμη σου.

Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές
μέρες ολόκληρες σε κοίταζα στα μάτια
και δε σε γνώριζα μήτε με γνώριζες.



Γιώργος Σεφέρης


(από το βιβλίο "Τετράδιο Γυμνασμάτων/Σχέδια για ένα καλοκαίρι" Ίκαρος, 1993)






Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2015

Η διάρκεια είναι πάθος




...
Η διάρκεια είναι πάθος.

Ιδιαίτερα στην αγάπη.
Σου το λέω εγώ που αγαπώ
τόσους ανθρώπους επί τόσα χρόνια
χωρίς να το ξέρουν.
Μεταξύ μας για μένα τους αγαπώ.
Μου κάνει καλό.
Όπως η αγάπη μου για σένα φερ’ ειπείν.
Με κάνει καλύτερο.
Καλύτερο κι από σένα ενίοτε.
Έλα, σε πειράζω.

Δώσ’ μου το χέρι σου να το κοιμίσω.
Είναι παλτό ξεκούμπωτο η νύχτα
προβιά σφαγμένου ζώου που ανασαίνει ακόμα.
Κοιμήσου – η καρδιά μου ξαγρυπνά.




Μιχάλης Γκανάς



(ποίημα από το βιβλίο του «Ο ύπνος του καπνιστή», Καστανιώτης, 2003)




Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2015

Φαρμακευτική αγωγή




Εδώ, κάτω απ' τις μασχάλες, πονάω
Άκου τον σφυγμό μου
και άσε με να αναμετρηθώ με το ύψος σου
Κάνε πως χάνεις
και ξάπλωσε τάχα λαβωμένος
Εγώ θα σε τριγυρίζω σαν αρπακτικό
που εντόπισε το θήραμά του
Θα σ' ακουμπώ ν' αφήνω τη μυρωδιά μου πάνω σου
-είσαι η περιοχή μου-
και μετά θα ορμίσω
Εσύ θα 'χεις τα όπλα σου έτοιμα
και τη μεγάλη στιγμή θα επιτεθείς
Όταν νιώσεις αποκαμωμένος, σταμάτα
Τα μάτια μου θα 'χουν γίνει μαύρες τρύπες
και θα απορροφούν ο,τι δικό σου
-φως, άρωμα, γεύση-
Εσύ θα θες να με γιατρέψεις
-έτσι είναι η φύση σου-
και θα με φιλάς γύρω από κάθε πληγή
να αποκτήσω αντισώματα στα νέα χτυπήματα
Θα σπαταλήσω τις τελευταίες μου δυνάμεις στις φράσεις
διόρθωσε τα λάθη μου
ημέρωσε το θεριό μου
ομόρφυνε το τέρας μου
κάνε μου μια αγκαλιά, πονάω.


Ερασιτέχνης Άνθρωπος



Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2015

Τα χρήματα




Λέει η τσιγγάνα:
-Διαβάζω χρήματα
μέσα στον ύπνο σου
έχεις μια ζωή πυκνή
γεμάτη χιόνι
όμως δεν ξέρω
πότε θα
γλιστρήσεις πέρα


λέει ο βοσκός:
-Όταν δεν αγαπάς τ'άστρα
τ'αρνιά μου θα σε μισήσουν
κι απ' το φεγγάρι
σου χαρίζω το μισό
που βγάζει φλόγες
απ' τη μεριά της λύσσας


λέει ο θάνατος:
-Δικά μου τα χρήματα
δικό μου και το φεγγάρι
δικά μου το χιόνι και τ' αρνιά
κι οι κόκκινες φλόγες
και
η τσιγγάνα
και
ο βοσκός



Μίλτος Σαχτούρης



(από το βιβλίο Ποιήματα 1945-1998, Κέδρος, 2014)


Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2015

Έρχομαι εγώ





(...)
«Γιατί δεν κοιμάσαι;»
«Γράφω. Εσύ;»
«Τι γράφεις; Για αύριο;»
«Όχι, κάτι δικό μου.»
«Για όλα αυτά που γίνονται;»
«Όχι ακριβώς. Για άλλα…»
«Για μένα;»
«Εσύ, γιατί δεν κοιμάσαι, Ισαβέλλα;»
«Γιατί σκέφτομαι.»
«Τι σκέφτεσαι;»
«Να σου πω, δεν είναι γελοίο να είμαστε σχεδόν σε διπλανά δωμάτια
και να μιλάμε από το facebook;»
«Έχεις δίκιο. Καλύτερα να κοιμηθούμε.»
«Όχι!»
«Τι όχι;»
«Τίποτα. Καληνύχτα, Στεργίου!»

The words she said turned out why/Desperation fills her eyes/Hold her in your arms/Don't let go. Έμεινε μόνη η οθόνη του φορητού υπολογιστή για να φωτίζει το δωμάτιο. Έμειναν μόνες των Maiden οι κραυγές τους τοίχους για να κοπανάνε. When you taste defeat, when you loose again/Fight and win, never give in/Hold her in your arms/Don't let go. Εκείνη να βουλιάζει κάτω από το συμπαγές του πήδημα. Αυτός να ψάχνει τρόπο να μπει όλο και πιο βαθειά της μέσα. That girl you need/Gonna knock you off your feet/That girl, you know/She'll never let you go. Εκείνη να σφίγγει τα βλέφαρά της δυνατά. Όχι, να μην της φτάνει το σκοτάδι. Αυτός να βγαίνει μέσα από το σκοτάδι και να χάνεται. Να τρέχει να φανερωθεί στο φως που τον λυτρώνει. Can you hear her call, call out your name/Think about you, cry without you/Hold her in your arm/Don't let go. Αυτός, πιο εδώ «εδώ» δε γίνεται. Εκείνη, πιο αλλού «αλλού» στ’ αλήθεια δεν υπάρχει.

εδώ

εδώ το σώμα μου. το δικό σου σώμα. το κενό ανάμεσα στα παλλόμενα σώματά μας. το παλλόμενό μας σώμα. το σύμπαν του και οι θεωρίες γέννησης αυτού. ο θάνατος του σύμπαντος. η μεγάλη έκρηξη. η συντριβή. η σύνθλιψη του σώματός σου. ο αφανισμός του. η ενσώματή σου καταβύθισή στο φρέαρ αυτού του κρεβατιού. αυτού του δωματίου. αυτού του ορόφου. αυτού του ξενοδοχείου. αυτής της πόλης. αυτής της χώρας. αυτής της χερσονήσου. αυτής της ηπείρου. αυτού του πλανήτη. αυτού του ηλιακού συστήματος. το σεληνάκατό μου σώμα. το ανάγλυφο, το τρισδιάστατο, το οργανικό σου σώμα. γλύφω το ανάγλυφο. τσισδιαστέλλω το τρισδιάστατο. οργώνω το οργανικό. πιάνω δουλειά. υπάρχω. πυκνώνω. συμπυκνώνω. βρίσκομαι. 

αλλού

αλλού εγώ. αλλού η σκέψη. η φυγή. η όραση. αλλού το αναπάντεχο, το ανέφικτο, το απωθημένο. ποιος απωθεί τα απωθημένα μου; ποιος απολλύει τις συμβάσεις; ποιος κατοικεί το αλλού μου το αλλότριο; ποιος κυβερνά τη στίξη μου του κορμιού μου; τη συμφωνία του ρήματός μου εαυτού και του επιθυμώ υποκειμένου μου; τη χρονική μου αύξηση; τις έλξεις των αναφορικών μου; το σώμα και το σώμα μου. το διάστημα ανάμεσα στα σώματά μας. το διάστημα, το σύμπαν, το κενό. ο ήχος που δεν αναπαράγεται. ο ήχος που δεν μεταβαίνει, δεν ηχεί. ο ήχος μέσα στο κεφάλι μου. ο ήχος που δεν γνωρίζει τίποτα. ο ήχος που ερωτεύεται. ο ερωτηματικός μου ήχος. αλλού ερωτώ. αλλού απαντιέμαι. αλλού καταφάσκω. αλλού υποδηλώνομαι. εδώ μονάχα το μουνί μου.

Ο Στράτος που πηδάει την Ισαβέλλα.
Ο ρυθμός του είναι φρενήρης, εξοντωτικός.
Το πήδημά του αντιβαίνει τους κανόνες.
Σαν έφηβος.
Σαν ναυτικός.
Σαν σαρκοφάγος δισταγμός.
Βυθίζεται.
Ποντίζεται.
Εξορυγνύει.
Εκ-μεταλλεύεται.
Σπάει και θρυμματίζει.
Πηδάει και προσπαθεί να θυμηθεί.
Δεν ήταν κάπως έτσι;
Τόσες φορές το είχε φανταστεί.
Τόσες φορές το είχε κρυφά αναπαραστήσει.
Δεν ήταν αυτή;
«Αυτή
«Αυτή που
«Αυτή που έρχεται
«Αυτή που έρχεται όταν
«Αυτή που έρχεται όταν την
«Αυτή που έρχεται όταν την σκέφτομαι»
που έρχεται όταν την σκέφτομαι»
έρχεται όταν την σκέφτομαι»
όταν την σκέφτομαι»
την σκέφτομαι»
σκέφτομαι»

Η Ισαβέλλα που πηδιέται από το Στράτο.
Η Ισαβέλλα που
Η Ισαβέλλα πού
Η Ισαβέλλα όπου
Πηδιέται.
Γαμιέται.
Παραδίνεται.
Τα πόδια της χτυπιούνται στα πλευρά του.
Σφίγγεται.
Σωρεύει.
Συρρικνώνεται.
Τα γόνατά της αποκολλούνται από το σώμα του.
Οι αστράγαλοί της εγκαταλείπουνε τη μάχη.
Τα μπούτια της εξαϋλώνονται.
Τα πέλματά της ξηλώνουν τα σεντόνια.
Τα χέρια που δεν αγκαλιάζουνε.
Τα χέρια που αρνούνται να αγγίξουν.
Κουτσουρεμένος έρωτας ανάπηρος.
Γαμήσι δίχως άκρα.
Μονάχα ένα μουνί και δυο αμπαρωμένα βλέφαρα.
Δυο μάτια που να κοιτάξουν δε μπορούν.
Κι ένα μουνί που δε θέλησε ποτέ του να ακούσει.
Ένα μουνί καταπακτή.
Έρως υποκατάστατος.
Γαμήσι νεροχύτης.
Η Ισαβέλλα που θέλει να αγαπηθεί.
Μια άλλη Ισαβέλλα.
(...)


Γιάννης Αντάμης

(απόσπασμα από το βιβλίο του "Για αύριο"  http://www.dreamtigers.gr/sites/default/files/free_ebooks/gia_aurio.pdf)





Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2015

Το μυστήριο τούτο μέγα εστίν

Στο χαμόγελό τους






Ανέτειλες κάθε λεπτό και εκείνη δίπλα σου σε σχήμα καρδιάς
Ανάμεσά σας λουλούδια και φράσεις
προσκολληθήσεται τῇ ἰδίᾳ γυναικί
τώρα
οῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστῶν σου καὶ σάρξ ἐκ τῆς σαρκός σου·
Αλήθεια λέει,
το νιώθεις;
Τα παιδιά σου σε περιμένουν στην κοιλιά της.




Ερασιτέχνης Άνθρωπος




Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2015

Αγάπη, η απάντηση στο πρόβλημα της ανθρώπινης ύπαρξης




Με πιο γενικό τρόπο, ο ενεργητικός χαρακτήρας της αγάπης μπορεί να καθοριστεί αν πούμε ότι αγάπη πρωταρχικά σημαίνει δόσιμο και όχι απολαβή.

Τι σημαίνει όμως δόσιμο; Όσο κι αν φαίνεται απλή η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, ωστόσο είναι γεμάτη από αμφισβητήσεις και περιπλοκές. Η πιο διαδομένη παρεξήγηση είναι εκείνη σύμφωνα με την οποία υποτίθεται ότι δόσιμο σημαίνει χάσιμο, παραχώρηση, να στερείσαι κάτι, να θυσιάζεις κάτι.

Για το δημιουργικό χαρακτήρα, το δόσιμο έχει μια ολότελα διαφορετική σημασία. Το να δίνεις είναι η πιο υψηλή έκφραση του δυναμισμού. Στην ίδια την πράξη του δοσίματος νιώθω τη δύναμή μου, τον πλούτο, την ικανότητά μου. Αυτό το αίσθημα της πλουτισμένης ζωτικότητας και του δυναμισμού με γεμίζει χαρά. Νιώθω τον εαυτό μου να πλημμυρίζει, να χαρίζει, ολοζώντανος και γιαυτό χαρούμενος. Το να δίνω μου φέρνει μεγαλύτερη χαρά από το να παίρνω, όχι γιατί είναι αποστέρησή μου αλλά γιατί στην πράξη της προσφοράς εκφράζεται η ζωντάνια μου, η ίδια μου η ύπαρξη.

Ωστόσο η πιο σημαντική περιοχή της προσφοράς δε βρίσκεται στα υλικά πράγματα αλλά στον ιδιαίτερο ανθρώπινο κόσμο. Τι δίνει αλήθεια ένας άνθρωπος στον συνάνθρωπό του; Δίνει από τον εαυτό του, από το πιο πολύτιμο που έχει, δίνει από τη ζωή του. Αυτό δε σημαίνει αναγκαστικά ότι θυσιάζει τη ζωή του για τον άλλο, αλλά ότι του δίνει από κείνο που είναι ζωντανό μέσα του. Του δίνει από τη χαρά του, από το ενδιαφέρον, την κατανόηση, τη γνώση, το χιούμορ, τη θλίψη του – απ’ όλες τις εκφράσεις και εκδηλώσεις της ζωής που κρύβει μέσα του. Και καθώς δίνει μ’ αυτό τον τρόπο, εμπλουτίζει το συνάνθρωπο, δυναμώνει το αίσθημα της ζωντάνιας του με το να δυναμώνει τη δική του αίσθηση ύπαρξης. Δε δίνει με το σκοπό να πάρει. Η προσφορά είναι από μόνη της μια εξαίσια χαρά. Καθώς όμως δίνει δε μπορεί παρά να γεννήσει κάτι καινούριο μέσα στον άλλο άνθρωπο και αυτό που γεννιέται αντανακλάται πάλι σ’ αυτόν. Όταν αληθινά δίνεις, δε μπορεί παρά να λάβεις εκείνο που σου ξαναδίνεται. Το να δίνεις, έχει σαν επακόλουθο να μεταβάλεις και τον άλλο άνθρωπο σε δότη, γιαυτό κι οι δυο τους μετέχουν στη χαρά αυτού του καινούργιου που δημιούργησαν. Στην πράξη της προσφοράς κάτι νέο γεννιέται και τα δύο πρόσωπα νιώθουν ευγνωμοσύνη για τη ζωή που γεννήθηκε και για τους δυο τους. Ιδιαίτερα σε σχέση με την αγάπη, αυτό σημαίνει: η αγάπη είναι μία δύναμη που δημιουργεί αγάπη.


Η αδυναμία να δημιουργήσεις αγάπη, είναι ανικανότητα. Αυτή η σκέψη έχει εκφραστεί πολύ όμορφα από τον Μαρξ: «Ας πάρουμε», γράφει, «τον άνθρωπο σαν άνθρωπο και τη σχέση του με τον κόσμο σαν ανθρώπινη σχέση, και τότε δεν μπορείς ν’ ανταλλάξεις την αγάπη παρά μόνο με εμπιστοσύνη κλπ. Αν θέλεις να χαρείς την τέχνη, πρέπει να είσαι καλλιτεχνικά διαπαιδαγωγημένος. Αν θέλεις να έχεις επιρροή στους άλλους, πρέπει να είσαι ένα τέτοιο άτομο που πραγματικά να ασκεί μια διεγερτική και προαγωγική επίδραση στους άλλους. Κάθε σχέση σου με τους ανθρώπους και τη φύση πρέπει να είναι μια συγκεκριμένη έκφραση της πραγματικής ατομικής σου ζωής που αντιστοιχεί στο αντικείμενο της θέλησής σου. Αν αγαπάς χωρίς να προκαλείς αγάπη, δηλαδή αν η αγάπη δε φέρνει και στον άλλο την αγάπη, αν καθώς εκφράζεσαι στη ζωή σαν άνθρωπος που αγαπά δε γίνεσαι ταυτόχρονα και αγαπημένος, τότε η αγάπη σου είναι ανίκανη, είναι δυστυχία». Αλλά όχι μόνο: στην αγάπη το να δίνεις σημαίνει και να παίρνεις. Και ο δάσκαλος διδάσκεται από τους μαθητές του, ο ηθοποιός ενθαρρύνεται από το κοινό του, ο ψυχαναλυτής θεραπεύεται από τον ασθενή του – με τον όρο ότι δε μεταχειρίζονται ο ένας τον άλλο σαν αντικείμενα, αλλά συνδέονται ανάμεσά τους πηγαία και δημιουργικά.





Erich Fromm


(απόσπασμα από το βιβλίο του "Η Τέχνη της Αγάπης", Μπουκουμάνη, 2006)









Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2015

Ήλθε για να διαβάσει




Ήλθε για να διαβάσει. Είν' ανοιχτά
δυο, τρία βιβλία· ιστορικοί και ποιηταί.
Μα μόλις διάβασε δέκα λεπτά,
και τα παράτησε. Στον καναπέ
μισοκοιμάται. Ανήκει πλήρως στα βιβλία-
αλλ' είναι είκοσι τριώ ετών, κ' είν' έμορφος πολύ·
και σήμερα το απόγευμα πέρασ' ο έρως
στην ιδεώδη σάρκα του, στα χείλη.
Στη σάρκα του που είναι όλο καλλονή
η θέρμη πέρασεν η ερωτική·
χωρίς αστείαν αιδώ για την μορφή της απολαύσεως...



Κωνσταντίνος Π. Καβάφης





Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2015

Μαθήματα συγγραφής Ι




-Χάρρυ, πώς μπορεί κανείς να μεταδώσει συγκινήσεις που δεν έχει βιώσει ο ίδιος;

-Αυτή ακριβώς είναι η δουλεία ενός συγγραφέα όπως εσύ. Το ότι γράφεις σημαίνει πως είσαι ικανός να νιώσεις τα πράγματα πιο έντονα απ' ότι οι άλλοι και να τα μεταδώσεις στη συνέχεια. Το ότι γράφεις σημαίνει πως δίνεις η δυνατότητα στους αναγνώστες σου να δουν αυτό που μερικές φορές δεν μπορούν να δουν. Αν μονάχα τα ορφανά έγραφαν ιστορίες για ορφανά, τότε όλα θα ήταν πολύ περιοσμένα. Θα σήμαινε πως δεν θα μπορούσες να μιλήσεις για μία μάνα, έναν πατέρα, έναν σκύλο ή έναν πιλότο αεροπλάνου, ούτε για τη Ρωσική Επανάσταση, επειδή δεν είσαι ούτε μάνα, ούτε πατέρας, ούτε σκύλος, ούτε πιλότος αεροπλάνου, ούτε έζησες τη Ρωσική Επανάσταση. Είσαι μονάχα ο Μάρκους Γκολντμαν. Κι αν κάθε συγγραφέας έπρεπε να περιορίζεται μονάχα στον εαυτό του, η λογοτεχνία θα ήταν αφόρητα θλιβερή και θα έχανε όλο της το νόημα. Έχουμε δικαίωμα να μιλήσουμε για τα πάντα, Μάρκους, για όλα όσα μας αγγίζουν. Και κανείς δεν μπορεί να μας κρίνει γι' αυτό. Είμαστε συγγραφείς επειδή κάνουμε με διαφορετικό τρόπο κάτι που όλοι γύρω μας ξέρουν να κάνουν: γράφουμε. Εκεί βρίσκεται η ειδοποιός διαφορά.



Ζοέλ Ντικέρ

(απόσπασμα από το μυθιστόρημά του "Η αλήθεια για την υπόθεση του Χάρρυ Κέμπερτ", Πατάκης, 2012)





Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2015

Ανεπαίσθητο λάθος





Καθώς το φώς σου υφαίνει το πρόσωπο, εγώ πάλι,
εγώ πάντα,
πάντα, πάντα θα ενδίδω στο ίδιο λάθος.




Ειρηναίος Βρούσγος



(αναδημοσίευση από το προσωπικό του ιστοχώρο:

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2015

Λείπω όταν δεν σου λείπω;




Σκέπασα το πιάτο του
έφυγα.
Το φαγητό του θα το βρει ζεστό.
Θα καταλάβει πως εγώ το σκέπασα.
Θα καταλάβει πως λείπω;


Γιάννης Ρίτσος

(απόσπασμα από το βιβλίο του ''Χάρτινα'', Κέδρος, 1982)






Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2015

Αναπηρική







Η σύνταξη στην αγάπη ήταν πάντα αναπηρική.


Σταύρος Σταυρόπουλος





Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2015

Ερωτόκριτος



(του Γιάννη Τσαρούχη, "Ερωτόκριτος", 1955)


Ήρθε λαός αρίφνητος, εγέμισεν ο φόρος,
στο ύστερον ο Ρωτόκριτος ήσωσεν ασπροφόρος,
σ’ ένα φαρί ν ολόμαυρο, το `να του πόδι είν’ άσπρο,
και μέσα σ’ όλους ήλαμπεν ωσάν τσ’ ημέρας τ’ άστρο.

Όλοι εσταθήκα’ να θωρούν έτοιο κορμί αξιωμένο,
νέον, καβαλάρην όμορφον, αϊτό σγουραφισμένο.

Άσπρη, φαντή, χρουσάργυρη ήτονε η φορεσά του,
και με μεγάλη μαστοριά σκεπάζει τ’ άρματά του‧
και μ’ έτοια τέχνη η φορεσά, και μαστοριάν εγίνη,
που εφαίνουνταν και τ’ άρματα, κι εφαίνουντον κι εκείνη.

Καλά και μυριοχάριτον τον ήκαμεν η Φύση,
κι εφάνηκε ξεχωριστός σ’ Ανατολή και Δύση,
μ’ αν είχεν είσται κι άσκημος, τότες, την ώραν κείνη,
σαν ήβαλε τον Πόθον τση, πολλά'μορφος εγίνη.

Πόσοι Αφεντόπουλοι όμορφοι ήσαν εκεί στη μέση,
και μόνον ο Ρωτόκριτος της Αρετής αρέσει.
Πόσοι Αφεντόπουλοι όμορφοι ήσαν εκεί στη μέση,
και μόνον ο Ρωτόκριτος της Αρετής αρέσει.



Βιτσέντζος Κορνάρος







Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2015

Η επιστροφή




Το ελάφι επέστρεψε
πηδά από έπιπλο σε έπιπλο
και πέφτουν
-ο ήχος της πτώσης διαπεραστικός
ειδικά στο σκοτάδι-

Το ελάφι επέστρεψε
ρίχνει την συρταριέρα
την βιβλιοθήκη
ανάκατα βιβλία και βρακιά

Κουλουριάζομαι στο κρεβάτι
σε μιαν άκρη
κλείνω τα μάτια
και μετρώ λύκους
μήπως αποκοιμηθώ
ή το φάνε

Το ελάφι επέστρεψε
πατά στην ακαταστασία μου
και στέκεται πια μπροστά μου
-ποιος φοβάται πιο πολύ;-

Τα μάτια του γνώριμα
μα δεν βρήκα ακόμη
ποιος ή τι πήρε τη μορφή του
σ' αυτό το μάλλον ποίημα.



Ερασιτέχνης Άνθρωπος




Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2015

Ανάγνωση




Σημερινός πληθωρισμός της λέξης «διαβάζω». Διαβάζουμε ένα χάρτη, μία ακτινογραφία∙ στο ποδόσφαιρο, στο τένις, πρέπει να διαβάσουμε το παιχνίδι του αντιπάλου. Μας μαθαίνουν να διαβάζουμε έναν πίνακα ζωγραφικής.

Η εμπειρία της ανάγνωσης δεν είναι αυτό. Είναι το ακριβώς αντίθετο. Διαβάζω ένα βιβλίο, αφήνομαι να παρασυρθώ από αυτό, συναινώ να παρασυρθώ από το άγνωστο με μια διπλή κίνηση αποξένωσης – «παραξενέματος» – και οικειοποίησης, σημαίνει πως ξεμαθαίνω να αποκωδικοποιώ τα σήματα, να ερμηνεύω τις εικόνες. Η «κειμενική» κριτική περιορίζει την αναγνωστική εμπειρία στην αποκρυπτογράφηση: αποκωδικοποιώ, ανιχνεύω τα σημαίνοντα…Όταν ο Ρολάν Μπαρτ αναγνωρίζει την απόλαυση του αναγνώστη, την ονομάζει απόλαυση του κειμένου. Ο συγγραφέας, πιθανόν, κατασκευάζει ένα κείμενο. Αλλά δεν είναι ένα κείμενο αυτό το οποίο μου δίνει απόλαυση, με συνεγείρει, με αναστατώνει.

Γνωρίσαμε στο παρελθόν, και μερικές φορές τις ξανασυναντούμε, συγκινήσεις εξίσου έντονες μ’ εκείνες που δοκιμάζαμε όταν ήμαστε παιδιά, καθώς βυθιζόμαστε – ξαπλωμένοι στο πάτωμα, πάνω σ’ ένα κρεβάτι – μέσα σ’ ένα βιβλίο για να χαθούμε, για να ξεχάσουμε την ταυτότητά μας, το παρόν μας, την οικογένειά μας. Παύαμε να ακούμε ό,τι λεγόταν γύρω μας. Οι μητέρες μας μάς επέπλητταν – «θα χαλάσεις τα μάτια σου» -, ενόσω αυτά ανοίγονταν σε ολόκληρους κόσμους, σε αγνοημένες χώρες, σε ανησυχητικά πρόσωπα, σε τρελές περιπέτειες, σε γυναίκες που άλλοτε μας φόβιζαν, άλλοτε μας γοήτευαν, και τις οποίες ερωτευόμαστε για πάντα.

Η αναγνωστική εμπειρία προαναγγέλλει την εμπειρία της ψυχανάλυσης. Είναι και οι δύο παραφορά, μεταβίβαση, εκτός εαυτού. Είναι και οι δύο δοκιμασία στο αλλότριο. Σ’ ένα αλλότριο εγγύτατο πιθανώς ως προς την καταγωγή.

Συναινείς να αιχμαλωτιστείς, να συνεπαρθείς, να μη βλέπεις πια ό,τι υπάρχει γύρω σου, να μη μείνεις άλλο κλεισμένος σ’ εκείνο που νομίζεις εαυτό σου, να μην ακούς άλλο τίποτε από αυτές τις φωνές που έρχονται από την «ενδοχώρα».

Πριν από τον συγγραφέα, ο αοιδός. Πριν από το μυθιστόρημα, το παραμύθι. Πριν από το γραπτό, ο λόγος. Πριν από τη γλώσσα, η ποίηση, που μας κάνει να πιστεύουμε πως η λέξη είναι, πιθανότατα, το πράγμα.



Jean- Bertrand Pontalis


(απόσπασμα από το βιβλίο του "Παράθυρα", Εστία, 2009)

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2015

Το ύψος των περιστάσεων










(απόσπασμα από την ταινία "Youth" του Paolo Sorrentino, 2015)




Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2015

Συντήρηση





Σ' αγαπώ.
Το σχήμα δεν αναφέρεται στην ερωτική δήλωση, στην ομολογία, άλλα στην επαναλαμβανόμενη προφορά της ερωτικής κραυγής.


Η συντήρηση
ΔΗΛΩΣΗ. Η ροπή του ερωτευμένου υποκειμένου να τροφοδοτεί πλουσιοπάροχα, με συγκρατημένη συγκίνηση, το αγαπημένο πλάσμα με τον έρωτά του, με τον εαυτό του άλλου, με τον δικό του εαυτό, με τον δικό τους εαυτό: η δήλωση δεν αφορά στην ερωτική εξομολόγηση αλλά στην επάπειρον σχολιαζόμενη μορφή της ερωτικής σχέσης.

1. Η γλώσσα μου είναι ένα δέρμα. Τρίβω τη γλώσσα μου πάνω στον άλλον: σάμπως να είχα λέξεις στη θέση των δαχτύλων η δάχτυλα στις άκρες των λέξεών μου. Η γλώσσα μου τρέμει από πόθο. Η ταραχή πηγάζει από μια διπλή επαφή: αφενός, μια ολόκληρη φραστική δραστηριότητα καταδείχνει έμμεσα και διακριτικά ένα και μοναδικό σημαινόμενο, το «σε ποθώ», που το αποδεσμεύει, το τροφοδοτεί, το υποδιαιρεί, το κάνει να εκρήγνυται (η γλώσσα ηδονίζεται με την αφή του εαυτού της)∙ αφετέρου, τυλίγω τον άλλον μέσα στις λέξεις μου, τον χαϊδεύω, τον ψηλαφώ, συντηρώ την ψηλάφηση, ξοδεύομαι προσπαθώντας να εξασφαλίσω τη διάρκεια αυτού του σχολιασμού στον οποίον υποβάλλω τη σχέση.

(Μιλώ ερωτικά, σημαίνει: δαπανώ ατέρμονα, χωρίς να διέρχομαι καμιά κρίση. Σημαίνει: επιδίδομαι σε μια σχέση χωρίς οργασμό. Υπάρχει ίσως μια λογοτεχνική φόρμα που αντιστοιχεί σ’ αυτό το coϊtus reservatus: είναι το μαριβοντάζ*).

2. Η σχολαστική παρόρμηση μετατοπίζεται, παίρνει το δρόμο των υποκαταστάσεων. Αρχικά, μακρηγορώ περί της σχέσεως για το χατήρι του άλλου. Πιθανόν, όμως, να κάνω το ίδιο μπροστά και σε κάποιο έμπιστο πρόσωπο: περνώ έτσι από το εσύ στο αυτός. Κι έπειτα, από το αυτός περνώ στο αόριστο τις: επεξεργάζομαι έναν αφηρημένο λόγο περί έρωτος, μια φιλοσοφία του πράγματος που, σε τελευταία ανάλυση, θα μπορούσες να την πεις γενικευμένη τερατολογία. Κι αν από δω κάνουμε την αντίστροφη πορεία, θα φτάσουμε στο σημείο να πούμε ότι κάθε πρόταση με αντικείμενο τον έρωτα (άσχετα με το πώς μοιάζει ξεκομμένη) περιέχει μοιραία μια κρυφή προσφώνηση (απευθύνομαι σε κάποιον που εσείς μεν δεν τον ξέρετε, αλλά αυτός βρίσκεται εδώ, στην άκρη των αποφθεγμάτων μου). Ίσως η προσφώνηση αυτή να υπάρχει και στο Συμπόσιο: πρέπει να είναι ο Αγάθων, που ο Αλκιβιάδης τον εγκαλεί και τον ποθεί, ενώ παραδίπλα ένας ψυχαναλυτής ακροάται – ο Σωκράτης.

(Η ατοπία του έρωτα, το ιδιαίτερο, δηλαδή, χαρακτηριστικό του που τον κάνει να εκφέυγει απ’ όλες τις περί αυτού διατριβές, έγκειται μάλλον στο ότι, δεν είναι δυνατό να μιλήσεις γι’ αυτόν παρά μόνο σύμφωνα μ’ ένα αυστηρό προσφωνητικό καθορισμό. Και τούτο ισχύει τελεσίδικα. Στο λόγο περί έρωτος, άσχετα με την ειδολογική του υπόσταση -φιλοσοφικός, γνωμικός, λυρικός ή μυθιστορηματικός- υπάρχει πάντα ένα πρόσωπο στο οποίο απευθύνεσαι, έστω κι αν αυτό έχει περιέλθει σε κατάσταση φαντάσματος ή αναμενόμενου πλάσματος. Κανείς δεν έχει όρεξη να μιλήσει για τον έρωτα σαν δεν υπάρχει κάποιος για τον οποίο να το κάνει). 


Ρολάν Μπαρτ


* Marivaudage: σύμφωνα με το στιλ του Γάλλου συγγραφέα του 18ου αιώνα. Marivaux: ύφος επιτηδευμένο, λόγος εξεζητημένος, όλο λεπτότητα και ευγένεια.


(απόσπασμα από το βιβλίο "Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου", μετάφραση Βασίλης Παπαβασιλείου, Κέδρος, 2011)



Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015

Καμένος τόπος




Όταν βρεις έναν τόπο,
μάθε να τον προσέχεις.
Μπορεί να έχει καεί.
Από χέρια, σαν τα δικά σου.


Ευανθία Αλεξέλη


Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2015

Το φιλί




Όπως έσκυψε το κεφάλι του να βρει το μάγουλο της, η Μέγκυ ανασηκώθηκε στις μύτες και περισσότερο από τύχη παρά από σκοπιμότητα, άγγιξε με τα χείλια της τα δικά του. Τραβήχτηκε σαν να είχε γευτεί το δηλητήριο της αράχνης, μετά έγειρε μπρος ξανά προτού τη χάσει, προσπάθησε να πει κάτι πάνω στο γλυκό κλειστό της στόμα, που άνοιξε όπως έκανε να του απαντήσει η Μέγκυ. Καθώς τη φιλούσε σαν να έπαιρνε την τελευταία του ανάσα, θαρρείς κι έγινε ρευστό το κορμί της, ένα ζεστό αναλυτό σκοτάδι, το ένα του χέρι ήταν σφιγμένο γύρω από τη μέση της, το άλλο στο μήκος της πλάτης της με την παλάμη χωμένη στα μαλλιά της, να της κρατάει το πρόσωπο στραμμένο στο δικό του, σαν να φοβόταν πως θα του έφευγε εκείνη την ίδια στιγμή, πριν προφτάσει να καταλάβει και να καταχωρήσει στο νου του τούτη την απίστευτη παρουσία που ήταν η Μέγκυ. Που ήταν η Μέγκυ και που δεν ήταν η Μέγκυ συνάμα, πολύ ξένη για να είναι γνώριμη, γιατί η δικιά του Μέγκυ δεν ήταν γυναίκα, δεν σου έδινε την αίσθηση μιας γυναίκας, δεν θα μπορούσε να γίνει ποτέ γυναίκα γι'αυτόν. Όπως δεν θα μπορούσε κι ο ίδιος να γίνει άντρας για κείνη.



Colleen McCullough



(απόσπασμα από το βιβλίο της "Τα πουλιά πεθαίνουν τραγουδώντας" , Ζάρβανος, 1995)




Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2015

Φεύγω απ' την πατρίδα




Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα του,
εκτός αν πατρίδα είναι το στόμα ενός καρχαρία
τρέχεις προς τα σύνορα μόνο όταν βλέπεις
ολόκληρη την πόλη να τρέχει κι εκείνη
οι γείτονές σου τρέχουν πιο γρήγορα από σένα
με την ανάσα ματωμένη στο λαιμό τους
το αγόρι που ήταν συμμαθητής σου
που σε φιλούσε μεθυστικά πίσω από το παλιό εργοστάσιο τσίγκου
κρατά ένα όπλο μεγαλύτερο από το σώμα του
αφήνεις την πατρίδα
μόνο όταν η πατρίδα δε σε αφήνει να μείνεις.
Kανένας δεν αφήνει την πατρίδα εκτός αν η πατρίδα σε κυνηγά
φωτιά κάτω απ΄ τα πόδια σου
ζεστό αίμα στην κοιλιά σου
δεν είναι κάτι που φαντάστηκες ποτέ ότι θα έκανες
μέχρι που η λεπίδα χαράζει απειλές στο λαιμό σου
και ακόμα και τότε ψέλνεις τον εθνικό ύμνο
ανάμεσα στα δόντια σου
και σκίζεις το διαβατήριό σου σε τουαλέτες αεροδρομίων
κλαίγοντας καθώς κάθε μπουκιά χαρτιού
δηλώνει ξεκάθαρα ότι δεν πρόκειται να γυρίσεις.
Pρέπει να καταλάβεις
ότι κανένας δε βάζει τα παιδιά του σε μια βάρκα
εκτός αν το νερό είναι πιο ασφαλές από την ξηρά
κανένας δεν καίει τις παλάμες του
κάτω από τρένα, ανάμεσα από βαγόνια
κανένας δεν περνά μέρες και νύχτες στο στομάχι ενός φορτηγού
τρώγοντας εφημερίδες
εκτός αν τα χιλιόμετρα που ταξιδεύει
σημαίνουν κάτι παραπάνω από ένα ταξίδι.
Kανένας δε σέρνεται
κάτω από φράχτες
κανένας δε θέλει να τον δέρνουν
να τον λυπούνται
κανένας δε διαλέγει τα στρατόπεδα προσφύγων
ή τον πλήρη σωματικό έλεγχο σε σημεία
όπου το σώμα σου πονούσε
ή τη φυλακή,
επειδή η φυλακή είναι ασφαλέστερη
από μια πόλη που φλέγεται
και ένας δεσμοφύλακας το βράδι
είναι προτιμότερα από ένα φορτηγό
γεμάτο άντρες που μοιάζουν με τον πατέρα σου
κανένας δε θα το μπορούσε
κανένας δε θα το άντεχε
κανένα δέρμα δε θα ήταν αρκετά σκληρό
για να ακούσει τα:
γυρίστε στην πατρίδα σας μαύροι
πρόσφυγες
βρομομετανάστες
ζητιάνοι ασύλου
που ρουφάτε τη χώρα μας
αράπηδες με τα χέρια απλωμένα
μυρίζετε περίεργα
απολίτιστοι
κάνατε λίμπα τη χώρα σας και τώρα θέλετε
να κάνετε και τη δική μας
πώς δε δίνουμε σημασία
στα λόγια
στα άγρια βλέμματα
ίσως επειδή τα χτυπήματα είναι πιο απαλά
από το ξερίζωμα ενός χεριού ή ποδιού
ή τα λόγια είναι πιο τρυφερά
από δεκατέσσερις άντρες
ανάμεσα στα πόδια σου
ή οι προσβολές είναι πιο εύκολο
να καταπιείς
από τα χαλίκια
από τα κόκαλα
από το κομματιασμένο κορμάκι του παιδιού σου.
Θέλω να γυρίσω στην πατρίδα,
αλλά η πατρίδα είναι το στόμα ενός καρχαρία
πατρίδα είναι η κάνη ενός όπλου
και κανένας δε θα άφηνε την πατρίδα
εκτός αν η πατρίδα σε κυνηγούσε μέχρι τις ακτές
εκτός αν η πατρίδα σού έλεγε να τρέξεις πιο γρήγορα
να αφήσεις πίσω τα ρούχα σου
να συρθείς στην έρημο
να κολυμπήσεις ωκεανούς
να πνιγείς
να σωθείς
να πεινάσεις
να εκλιπαρήσεις
να ξεχάσεις την υπερηφάνεια
η επιβίωσή σου είναι πιο σημαντική.
Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα εκτός αν η πατρίδα είναι
μια ιδρωμένη φωνή στο αυτί σου
που λέει
φύγε,
τρέξε μακριά μου τώρα
δεν ξέρω τι έχω γίνει
αλλά ξέρω ότι οπουδήποτε αλλού
θα είσαι πιο ασφαλής απ΄ ό,τι εδώ.




Ουαρσάν Σάιρ
(Κενυάτισσα ποιήτρια)


Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

Αρχαίος Έρωτας


(πλάνο απ' την εξαιρετική ταινία "Το μυστικό στα μάτια της", 2009, του Juan José Campanella)

Ο έρωτας συγκλόνισε
την καρδιά μου όπως ο άνεμος που κατεβαίνει από το βουνό
τραντάζει τις βελανιδιές


Σαπφώ



Ω, η καρδιά μου θα ήταν σκλάβα αν με αγκάλιαζε.
Κάθε κεφάλι γυρίζει -μοναδικό της σφάλμα-
να την κοιτάξει.
Ευτυχισμένος αυτός που στο τέλος θα τη σφίξει
στην αγκαλιά του,
πρώτος θα σταθεί ανάμεσα σ’ όλους τους νέους εραστές.
Το μάτι ακόμα την ακολουθεί
τη στιγμή που αυτή έχει κιόλας βγει απ’ το πεδίο του,
Μια μόνο θεά,
μοναδική.


Άγνωστος Αιγύπτιος ποιητής
(γραμμένο περί το 1000 π.Χ.)



Γαμπρέ, αγαπημένε της καρδιάς μου,
σαν το μέλι γλυκιά είναι η ομορφιά σου.
Λιοντάρι, αγαπημένο της καρδιάς μου με μάγεψες.

’Ασε με να σταθώ τρέμοντας, μπροστά σου,
να σε αγγίξω με το χάδι μου.
Το χάδι μου είναι ακριβό,
πιο απολαυστικό είναι από την ομορφιά.
Σαν το μέλι με το γάλα.

Γαμπρέ, πες στη μητέρα μου,
θα σου δώσει λιχουδιές.
Στον πατέρα μου, θα σου δώσει δώρα.
Τη ψυχή σου να ζωντανέψω, ξέρω.
Γαμπρέ κοιμήσου στο σπίτι μας ως την αυγή,
τη καρδιά σου ξέρω πως να ευχαριστήσω.
Λιοντάρι κοιμήσου στο σπίτι μας ως την αυγή.

Εσύ, επειδή μ’ αγαπάς, κύριέ μου,
κύριε προστάτη μου, Σουσίν μου,
εσύ που ευφραίνεις τη καρδιά της Ενλίλ,
άγγιξέ με, με το χάδι σου.


Άγνωστου ποιητή
(Το αρχαιότερο ερωτικό ποίημα, χρονολογημένο το 2037 π.Χ.

Βρέθηκε στην περιοχή Νιπούρ, στην αρχαία Σουμερία, ή αλλιώς στο σημερινό Ιρακ.)